Ὑμνολογοῦν τῆς ἐρωτιᾶς, τῆς ἄνοιξης τὰ μάγια,
καιροὺς χρυσούς, καλότυχους, ἀντρειὰ κ’ ἐλευθερία,
τὴν πίστη ψάλλουν κ’ εὐλογοῦν καὶ κάθε πρᾶξιν ἅγια,
καὶ μελετοῦν κάθε καλό, ποῦ ὑψόνει τὴν καρδία,
καὶ κάθε χάρι κι’ ὀμορφιά, ποῦ τὴ ζωὴ στολίζει,
στενεύοντας τ’ ἀνθρώπινο στῆθος νὰ λαχταρίζῃ.
Τ’ ἀρχοντολόϊ νὰ περγελᾷ τριγύρω ξεμαθαίνει,
κ’ οἱ ἀπόκοτοι πολέμαρχοι γύρω ’ς τὸ βασιλέα
τὸν Θεὸν ὅλοι προσκυνοῦν· καὶ ἡ ῥήγισσα λυωμένη
ἀπ’ τὸ τραγούδημα, ποὺ ἠχᾷ τόσο τερπνά κι’ ὡραῖα,
πίκρα γροικῶντας ’ς τὴν καρδιὰ σμιγμένη μὲ γλυκάδαις
ῥόδο ἀπ’ τὸν κόρφο της πετᾷ πρὸς τοὺς τραγουδιστάδαις.
«Μοῦ ἐξελογιάστε τοὺς πιστοὺς στρατιώται μου, δὲ φτάνει;
θέλετε καὶ τὴ ῤήγισσα νὰ ξεπλανέστε ἀκόμα;»
Τέτοια φωνὴ μανίζοντας ὁ βασιλέας βγάνει,
κ’ ἐκεῖ ποῦ φώναζ’, ἔτρεμεν εἰς ὅλο του τὸ σῶμα·
τ’ ἀστραφτερὸ ῤίχνει σπαθὶ μέσα ’ς τοῦ νιοῦ τὰ στήθη,
κι’ ὅθ’ ἔβγαιναν χρυσαὶς φωναίς, ἀχτῖδ’ ἀπὸ αἷμα ἐχύθη.
Κι’ ὅλο μακρυὰ σκορπίστηκε σὰν ἀπ’ ἀνεμοζάλη
τὸ πλῆθος, ποῦ τοὺς ἄκουε, κ’ ἐρρίχτηκε νὰ φύγῃ·
ὁ νέος ἐξεψύχισε ’ς τοῦ γέρου τὴν ἀγκάλη,
κ’ ἐκεῖνος μέσα ’ς τὸ μαντὺ τὸ λείψανο τυλίγει·
τ’ ἀνασηκόνει ἀπὸ τὴ γῆς, ὣς τ’ ἄλογο τὸ φέρνει,
τὸ δένει καθιστὸ σφιχτὰ κ’ ἐκεῖθ’ ἔξω τὸ παίρνει.
Ὅμως ἐκοντοστάθηκε πρὶν ἀπ’ αὐτοῦ μακρύνῃ
ὁ προεστὸς τραγουδιστὴς εἰς τὴ μεγάλη πύλη·
ἄδραξ’ ἐκεῖ τὴν ἅρπα του, τὴν δοξαστὴν ἐκείνη,
τὴν ἔσπασε χτυπῶντας την εἰς μαρμαρένια στήλη·
ἔπειτα ἐβάλθη κ’ ἔσκουξε μὲ τὴ φωνή του ὅλη,
ποῦ ἐβούϊξαν τρομαχτικὰ κάστρο καὶ περιβόλι·
«Ἀλλοιὰ ’πὸ σᾶς, περήφανα ξώστεγ’, ἀνάθεμά σας!
ποτέ σας πλειὰ γλυκὸς ἠχὸς ἐδῶ νὰ μὴν ἠχήσῃ,
οὔτε τραγοῦδι, οὔτ’ ὄργανο· μονάχ’ ἀνάμεσά σας
ν’ ἀκούωντ’ ἔρμα κλάϋματα καὶ στεναγμοὶ περίσσοι,
καὶ τρομασμένα βήματα σκλάβων, ὣς ποὺ νὰ φτάσῃ
ἡ ὀργὴ τοῦ ἐκδικητῆ Θεοῦ κι’ ὅλα νὰ σᾶς σωριάσῃ!
«Ἀλλοιὰ σας, μοσκομύριστα δροσάτα περιβόλια,
μ’ ὅλαις ταῖς χάραις τοῦ Μαγιοῦ σεῖς μυριοπλουμισμένα,
ἐδῶ σᾶς δείχνω τοῦ νεκροῦ παλληκαριοῦ τὰ δόλια
κι’ ἀγνώριστα πιθέματα, σκληρά, χαροσβυσμένα,
γιὰ νὰ στερφέψουν τὰ νερὰ καὶ σεῖς νὰ μαραθῆτε
καὶ γλήγορα πετρόνοντας νὰ κατερημαχτῆτε!