Εἶπε λοιπὸν ὅσα ἤκουσε καὶ διηγήθη μετὰ περισσοτέρας λεπτομερείας ὅσα συνέβησαν πλησίον τοῦ ἀποκρήμνου βράχου· πῶς ὁ νεώτερος εἶχε μεσολαβήσει ὑπὲρ αὐτοῦ καὶ ἐμπόδισε τὸν σύντροφόν του ἀπὸ τοῦ νὰ τὸν κρημνίσῃ εἰς τὸν χείμαρρον.
— Εὐχαρίστως μεσιτεύω ὑπὲρ τοῦ δυστυχοῦς αὐτοῦ, προσέθηκεν ὁ ἀγαθὸς Ἀνδρέας· ἐπειδὴ ἐφάνη ὅτι ἔχει ἀνθρωπινώτερα αἰσθήματα δίκαιον εἶναι νὰ μὴ τιμωρηθῇ μὲ τὴν αὐτὴν αὐστηρότητα μὲ τὴν ὁποίαν θὰ τιμωρηθῇ καὶ ὁ σύντροφός του.
Περὶ τὰ τέλη τοῦ δείπνου ὕψωσε τὸ ποτήριόν του ὁ Χριστόδουλος καὶ προέπιεν εἰς ὑγείαν τῆς Εὐφροσύνης.
— Εἰς τὴν εὐφυεστάτην ἰδέαν της ὀφείλομεν τὴν ζωήν μας, εἶπε μετ’ εὐγνωμοσύνης.
—Ὄχι, ὄχι, ἀπεκρίθη ἐρυθριῶσα ἡ μετριόφρων Εὐφροσύνη, ἀλλ’ εἰς τὴν εὐσπλαγχνίαν τῆς Ἑλένης, εἰς τὴν καλὴν αὐτὴν περιστερὰν καὶ εἰς τὴν ἀγαθότητά της διότι μοῦ τὴν ἐχάρισεν.