Σελίδα:Σμίτ. Η περιστερά.pdf/68

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.

μώσῃ τὴν γυναῖκα καὶ τὴν θυγατέρα του, αἱ ὁποῖαι τὸν ἐπρόσμεναν ἀνυπομόνως.

Ἐξ ἄλλου μέρους πάλιν ἡ Κλεονίκη καὶ ἡ θυγάτηρ αὐτῆς ἐπρόσμενον ἀνυπομόνως εἰδήσεις ἀπὸ τὸ Οἴτυλον. Δεκάκις σχεδὸν ἀνῆλθεν ἡ Εὐφροσύνη τὴν κλίμακα τοῦ πύργου διὰ νὰ ἴδῃ ἰδίοις ὄμμασιν ἂν ἔρχεται ὁ ὑπὸ τοῦ ἄρχοντος ἀπεσταλμένος· ἀλλ’ οὐδὲν ἔβλεπεν.

Παρῆλθε καὶ ἡ μεσημβρία καὶ ὅμως ἐξηκολούθουν νὰ ἔχουν ἀνησυχίας, διότι οὐδεμίαν ἐλάμβανον εἴδησιν. Πᾶσα ὥρα ἐφαίνετο εἰς αὐτὰς τόσον μεγάλη ὥστε ἐνόμιζον ὅτι ἦτο ἀτελεύτητος.

Πρὸς τὸ ἑσπέρας, παρατηροῦσα πάλιν ἀπὸ τὸν ἐξώστην τοῦ πύργου εἶδεν ἡ Εὐφροσύνη πολὺ μακρὰν ἐπὶ τοῦ δρόμου ἅμαξαν συνοδευομένην ἀπὸ πολλοὺς ἱππεῖς.

Κατεχομένη ἀπὸ χαρὰν κατέβη ταχέως πρὸς τὴν μητέρα της φωνοῦσα:

— Μῆτερ! μῆτερ! ἰδοὺ ἔρχονται αὐτοπροσώ-