Σελίδα:Σμίτ. Η περιστερά.pdf/62

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.

δύματα. Τὰ ὅπλα των κατέπεσον ἐπὶ τοῦ ἐδάφους καὶ οὐδὲ γρῦ ἐτόλμησαν νὰ εἴπωσιν.

Ἐν τῇ ἀγανακτήσει του ὁ Χριστόδουλος ἐμέμφθη τὴν βδελυρὰν αὐτῶν ὑποκρισίαν, μὲ τὴν ὁποίαν ἤρχοντο ὑπὸ τὸ πρόσχημα τῆς θεοσεβείας νὰ ἀπατήσωσιν ἀνθρώπους εὐλαβεῖς· ἔπειτα διέταξε νὰ τοὺς ρίψωσιν εἰς τὸ ὑπόγειον τοῦ πύργου.

Ὅταν εὑρέθησαν μόνοι, εἶπεν ὁ νεώτερος εἰς τὸν Λυκογιάννην.

— Πῶς ἆρα γε ἠδυνήθη ὁ ἄρχων νὰ μάθῃ τόσον λεπτομερῶς τὰ σχέδιά μας· καὶ ὅ,τι ἐλέγομεν καθ’ ὁδὸν καὶ τοῦτο ἀκόμη γνωρίζει. Μήπως ὁ ὁδηγός μας ἐνόει τὴν γλῶσσάν μας καὶ μᾶς ἐπρόδωκε;

— Εἶναι ἀδύνατον, ἀπεκρίθη ὁ Λυκογιάννης· ἐκτὸς ἐὰν εἰσῆλθεν ἀπὸ τὸ παράθυρον, διότι κανεὶς ἀφότου ἤλθομεν, κανεὶς δὲν ἐπέρασε τὴν γέφυραν τοῦ πύργου, καὶ εἶμαι βεβαιώτατος περὶ τούτου, διότι καθ’ ὅλον τοῦτο τὸ διάστημα παρετήρουν πάντοτε τὴν πύλην