Σελίδα:Σμίτ. Η περιστερά.pdf/52

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.

δένδρων τοῦ δάσους· ὁ τόπος δὲ ὅπου ἔκειτο τὸ Λιμένι ἐκαλύπτετο ὑπὸ τοῦ σκότους.

Αἴφνης ἡ Εὐφροσύνη καὶ ἡ μήτηρ της ἐτρόμαξαν ἰδοῦσαι φῶς ζωηρόν· ἤρχισαν νὰ τρέμωσι καὶ νὰ προσεύχωνται μὲ περισσοτέραν εὐλάβειαν:

— Θεέ μου, εἶπεν ἡ Εὐφροσύνη· ἰδοὺ ἡ φλὸξ, ἡ ὁποία ὑψοῦται ὀλίγον κατ’ ὀλίγον! Παρατήρησε, μῆτερ, πῶς ἡ ἀνεμοζάλη τὴν πηγαίνει ἀπ’ ἐδῶ καὶ ἀπ’ ἐκεῖ.

Καὶ ἡ μήτηρ μετὰ τῆς θυγατρὸς ἤρχισαν νὰ κλαίωσιν ἰδοῦσαι τὴν φαινομένην φλόγα, ἀλλ’ εὐθὺς πρὸς μεγάλην χαράν των παρετήρησαν ὅτι εἶχον ἀπατηθῆ· ἐπειδὴ ἡ νομιζομένη ἐκείνη φλὸξ δὲν ἦτο τίποτε ἄλλο παρὰ ἡ Σελήνη, ἡ ὁποία ὑψωθεῖσα τελευταῖον ἐπάνω τῶν ἀτμῶν τῆς γῆς ἔλαμψε παρευθὺς καθαρώτερον καὶ ἐξηκολούθησε τὴν βραδεῖαν, ἀλλὰ μεγαλοπρεπῆ πορείαν της ἐπὶ τοῦ ἀνεφέλου οὐρανοῦ. Τότε ἀνέλαβον θάρρος καὶ ἔμειναν ἀκόμη ἀρκετὴν ὥραν εἰς τὸ παράθυρον, ἀλλ’