Σελίδα:Σμίτ. Η περιστερά.pdf/48

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.

ρακάλει τὸν Θεὸν νὰ καταστρέψῃ τὸν ἀχρεῖον σκοπὸν τῶν κακούργων!

— Πανάγαθε Θεέ! εἶπεν ἡ Εὐφροσύνη συγκεκινημένη, βοήθησέ τους καθὼς μᾶς ἐβοήθησαν.

Καὶ οἱ ἄνθρωποι τοῦ πύργου ἐπανέλαβον τὴν αὐτὴν δέησιν.

— Καλοί μου ἄνθρωποι, εἶπε κατόπιν ἡ Κλεονίκη, δοκιμάσατε νὰ μεταβῆτε εἰς τὸ Λιμένι πρὸ τοῦ μεσονυκτίου· ὑπερπηδήσατε ὅλας τὰς δυσκολίας, αἱ ὁποῖαι κατὰ δυστυχίαν ἐσωρεύθησαν τώρα, διότι ἕνας λόγος ἀρκεῖ διὰ νὰ σώσῃ τὴν ζωὴν τοῦ Χριστοδούλου καὶ τῆς οἰκογενείας του. Ἂν ὁ Ἀνδρέας δὲν ἦτο κουρασμένος καὶ σχεδὸν ἄρρωστος ἀπὸ τὸν δρόμον, τὸν ὁποῖον ἔκαμε, βεβαίως θὰ ἐπήγαινε. Ἀλλὰ σὺ, Πέτρε, εἶπε στραφεῖσα εἰς νέον τινα οἰκέτην, σὺ τρέχεις καλὰ, πήγαινε λοιπὸν, ἡ στενωπὸς κόπτει πολὺ τὸν δρόμον· τριακοσίας δραχμὰς σὲ δίδω ἂν φθάσῃς ἐγκαίρως εἰς τὸ Λιμένι.

— Εἶναι ἀδύνατον, ἀπεκρίθη ὁ οἰκέτης· τίς