Σελίδα:Σμίτ. Η περιστερά.pdf/39

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.

Δύο βράχοι σκεπασμένοι ἀπὸ θάμνους ἐσχημάτιζαν τὰ χείλη τοῦ χάνδακος καὶ μακρὰ ἐλάτη λεπτοτάτη, κομμένη μόνον ἀπὸ τὸ ἓν μέρος, ἦτο ἐρριμμένη ἐπὶ τῶν βράχων καὶ ἐχρησίμευεν ὡς γέφυρα εἰς τοὺς διαβάτας.

— Ὁ νεανίσκος οὗτος, εἶπεν ἀρβανίτικα ὁ γέρων λῃστὴς εἰς τὸν σύντροφόν του, ἴσως εἶδε τὰ ὅπλα μου καὶ φοβοῦμαι ὅτι συνέλαβεν ὑποψίας. Ὅταν θὰ περνῶμεν τὸν ρίπτω εἰς τὸ βάθος τοῦ βαράθρου καὶ τοιουτοτρόπως εἴμεθα ἥσυχοι.

Ὁ πτωχὸς Ἀνδρέας ἤρχιζε νὰ φοβῆται τὸ ἐπικείμενον κακὸν, καὶ σταθεὶς ὀλίγα βήματα μακρὰν τῆς γεφύρας ἐφώνησεν ἔντρομος:

— Δὲν θὰ δυνηθῶ ποτὲ νὰ περάσω, ἀπὸ τώρα αἰσθάνομαι ζάλην.

Ἀλλ’ ὁ γέρων λῃστὴς ἀπεκρίθη:

— Μὴ φοβῆσαι, παιδί μου, καὶ σὲ βοηθῶ ἐγὼ, ἔλα, μὴ φοβῆσαι.

Καὶ ταῦτα λέγων ἐπλησίασε μὲ ἀνοικτὰς