Σελίδα:Σμίτ. Η περιστερά.pdf/38

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.

οδεύσῃ ἕως εἰς τὸ Λιμένι καὶ ἐκεῖ νὰ φανερώσῃ τὰ πάντα εἰς τὸν ἄρχοντα Χριστόδουλον.

Ἐνῷ τοιαῦτα διενοοῦντο βαδίζοντες οἱ λῃσταὶ ὁ πρεσβύτερος ἐσκόνταψεν καὶ ἂν δὲν ἐκρατεῖτο ἀπὸ τοὺς θάμνους θὰ ἔπιπτεν εἰς βαθύτατον βάραθρον.

Κατὰ τὴν πτῶσιν τὰ φορέματά του ἐξεσχίσθησαν ἀπὸ τὰς ἀκάνθας καὶ ὁ Ἀνδρέας παρετήρησεν ὅτι ὑπὸ τὸν μαῦρον καὶ μακρὺν χιτῶνα ἐφόρει πανοπλίαν χρυσῆν. Παρετήρησεν ὡσαύτως ὅτι τοῦ ἔπεσε καὶ τὸ ἐγχειρίδιόν του ἀλλὰ προσεποιήθη ὅτι δὲν εἶδε τίποτε. Ὁ γέρων κακοῦργος ἔκρυψεν ὅσον ἠδυνήθη τὰ σημεῖα, τὰ ὁποῖα τὸν ἐπρόδιδον, καὶ κομβόνων τὰ φορέματά του παρετήρει πολλάκις μὲ ἄγριον βλέμμα τὸν ἔντρομον Ἀνδρέαν.

Μετ’ ὀλίγον ἔφθασαν οἱ ὁδοιπόροι πλησίον βαθυτάτου χάνδακος ὅπου κατεκρημνίζετο χείμαρρος αὐξημένος ἀπὸ τὰς βροχάς.