Σελίδα:Σμίτ. Η περιστερά.pdf/23

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
— 21 —

λοίμονον! τί θὰ κάμω ἂν μοῦ ἁρπάσωσι τὰ κτήματά μου; Ἂν δὲν μοῦ μείνῃ τίποτε ἄλλο παρὰ τὰ τείχη τοῦ πύργου, πῶς νὰ ζήσω μὲ τὴν Εὐφροσύνην μου; Ἂν ποτὲ δυστυχήσετε καὶ σεῖς ὁ ἴδιος, ἂν ὁ θάνατος σᾶς ἁρπάσῃ ἀπὸ τοὺς κόλπους τῆς οἰκογενείας σας, θὰ εὑρεθῇ ὅμως καὶ δι’ αὐτὴν προστάτις χεὶρ διὰ νὰ τὴν σώσῃ.

Ἡ μικρὰ Εὐφροσύνη, ἡ ὁποία εἶχε σχεδὸν τὴν ἡλικίαν τῆς Ἑλένης, ἐπλησίασεν ὡσαύτως τὸν εὐγενῆ Χριστόδουλον καὶ εἶπε κλαίουσα:

— Γενναιότατε, γίνου πατήρ μου καὶ μὴ μὲ ἀποβάλῃς.

Ὁ Χριστόδουλος ἐστέκετο σοβαρὸς καὶ σιωπηλὸς τὴν χεῖρα ὑπὸ τὸν πώγωνα ἔχων καὶ τοὺς ὀφθαλμοὺς προσηλωμένους εἰς τὴν γῆν. Τότε ἡ Ἑλένη τοῦ εἶπε δακρυρροοῦσα:

— Ἀγαπητέ μου πάτερ, εὐσπλαγχνίσου, σὲ παρακαλῶ, τὰς δυστυχεῖς ξένας, συλλογίσου ὅτι, ὅταν ἡ περιστερά μου διωκομένη ἀπὸ τὸ