Σελίδα:Σμίτ. Η περιστερά.pdf/21

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
— 19 —

ἤρχισε νὰ διηγῆται πῶς ᾐχμαλώτισε πολλοὺς ἐξ αὐτῶν, πῶς διεσκόρπισε τοὺς ἄλλους καὶ πῶς τέλος πάντων ἀποκατέστησε τὴν ἀσφάλειαν εἰς τὰ περίχωρα.

Ἡ Μαρία καὶ ἡ Ἑλένη ἐργαζόμεναι εἰς τὰ ἐργόχειρά των ἤκουον τὴν διήγησιν ταύτην μετὰ πολλῆς προσοχῆς.

Αἴφνης κυρία τις μαυροφορεμένη, χλωμὴ καὶ στυγνὴ εἰσέρχεται κρατοῦσα ἀπὸ τὴν χεῖρα μαυροφορεμένον κοράσιον.

Ὁ Χριστόδουλος, ἡ σύζυγος καὶ ἡ κόρη του ἐσηκώθησαν διὰ νὰ χαιρετίσωσι τὴν ξένην κυρίαν.

Ἡ μαυροφορεμένη κυρία ἐπλησίασε τὸν Χριστόδουλον καὶ τοῦ εἶπε μετὰ δακρύων:

— Ὁ Θεὸς μετὰ σοῦ, γενναιότατε! ἂν καὶ δὲν σὲ εἶδον ποτὲ ἔρχομαι νὰ ζητήσω τὴν προστασίαν σου. Ὀνομάζομαι Κλεονίκη καὶ εἶμαι σύζυγος τοῦ Γρηγορίου ἀπὸ τὸ Γύθειον· τὸ δὲ κοράσιον τοῦτο εἶναι ἡ θυγάτηρ μου Εὐφροσύνη. Ἴσως γνωρίζετε τὸ αἴτιον τῆς λύ-