βλέπετε καὶ σεῖς οἱ ἴδιοι, τὰ ὁποῖα πραγματικῶς καὶ κατὰ τὴν ἀτομικὴν του γνώμην ἕκαστος ἤθελε θεωρήσει ὡς μεγάλα κακὰ καὶ γενικῶς ἀπὸ τὸν περισσότερον κόσμον θεωροῦνται ὅτι εἶνε τὰ πλέον βαρύτατα ἀπὸ ὅλα τὰ κακά. Καὶ ὅμως εἰς ἐμὲ οὔτε ὅταν ἐξῆλθα τὴν πρωΐαν αὐτὴν ἐκ τοῦ οἴκου μου ἐναντιώθη τὸ σημεῖον τοῦ θεοῦ, οὔτε ὅταν ἦλθα ἐδῶ ἐνώπιον τοῦ δικαστηρίου, οὔτε καὶ ὅταν ἤρχισα τὴν ἀπολογίαν μου, εἰς κανὲν μέρος τοῦ λόγου μου, ὁσάκις ἔμελλα νὰ εἴπω τι, ἐναντιώθη. Καὶ ὅμως εἰς ἄλλας ὁμιλίας μου πολλάκις τῳόντι μὲ διέκοπτεν εἰς τὸ μέσον τοῦ λόγου καὶ μὲ ἐμπόδιζε νὰ εἴπω τι, τὸ ὁποῖον εἶχα σκεφθῆ νὰ εἴπω. Σήμερον κατὰ τὴν δίκην μου αὐτὴν τὸ δαιμόνιον πουθενὰ δὲν ἐναντιώθη καὶ δὲν μὲ ἀπέτρεψε καθ’ ὅλα τὰ στάδια αὐτῆς, εἰς ὅ,τι ἐγνώριζε ὅτι ἠμποροῦσα νὰ ἐνεργήσω ἢ νὰ εἴπω. Ποῖον λοιπὸν στοχάζομαι ὅτι εἶνε τὸ αἴτιον αὐτῆς τῆς σιωπῆς τοῦ δαιμονίου; Ἐγώ θὰ σᾶς τὸ ἐξηγήσω. Αὐτὸ τὸ ὁποῖον συνέβη σήμερον εἰς ἐμὲ φαίνεται ὅτι εἶνε πολὺ μέγα καλὸν. Καὶ ἀναμφιβόλως δὲν φρονοῦμεν ὀρθῶς ἡμεῖς, ὅσοι νομίζομεν ὅτι ὁ θάνατος εἶνε κακὸν πρᾶγμα. Σπουδαία δὲ ἀπόδειξις αὐτοῦ δι’ ἐμὲ εἶνε τοῦτο· ὅτι ἐξάπαντος ἤθελεν ἐναντιωθῆ εἰς ἐμὲ κατὰ τὴν συνήθειάν του τὸ οἰκειότατόν μου δαιμόνιον, ἐὰν δὲν ἔμελλα ἐγὼ νὰ πράξω ἀγαθὸν πρᾶγμα.
XXXII. Ἂς σκεφθῶμεν δὲ καὶ κατὰ τὸν ἑξῆς τρόπον, διότι θὰ ἴδωμεν, καθὼς φρονῶ, ὅτι εἶνε μεγάλη ἐλπὶς νὰ εἶνε αὐτὸ καλὸν πρᾶγμα. Ὁ θάνατος ἕν ἐκ τῶν δύο εἶνε· ἢ βεβαίως εἶνε τοιοῦτον πρᾶγμα, ὥστε νὰ εἶνε μηδὲν, καὶ ὁ ἀποθανὼν νὰ μὴ ἔχῃ καμμίαν αἴσθησιν κανενὸς πράγματος, ἢ καθὼς λέγουν, τυχαίνει νὰ εἶνε κἄποια μεταλλαγὴ καὶ μετοίκησις τῆς ψυχῆς ἀπὸ τὸν κόσμον τοῦτο εἰς ἄλλον τόπον. Καὶ ἐὰν βέβαια δὲν ὑπάρχει καμμία αἴσθησις εἰς τὸν ἀποθανόντα, ἀλλ’ ὁ θάνατος εἶνε τοιοῦτος, ὁποῖος εἶνε ὁ ἤρεμος ὕπνος, ὅταν κανεὶς κοιμώμενος μήτε ὄνειρον κανὲν δὲν βλέπει, τότε θαυμάσιον κέρδος ἤθελεν εἶνε ὁ θάνατος. Διότι ἐγὼ στοχάζομαι ὅτι, ἐὰν ἔπρεπε κανεὶς, ἀφοῦ ἐκλέξῃ μίαν τοιαύτην νύκτα, κατὰ τὴν ὁποίαν νὰ κοιμηθῇ τόσον βαθειὰ, ὥστε μήτε