Σελίδα:Περί νομίσματος και της κτητικής δυνάμεως των πολύτιμων μετάλλων κατά τους βυζαντινούς χρόνους.pdf/9

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
7

χαρακτὴρ ὃν ἔλαβε τὸ βυζαντινὸν νόμισμα, πρόσθετος αὕτη ἀπόδειξις τῆς ἐπεκτάσεως τοῦ βυζαντινοῦ ἐμπορίου,[1] πανταχόθεν ἐπιμαρτυρεῖται.[2]

Οἱ δὲ Βυζαντινοὶ εἶναι τοσούτῳ μᾶλλον ἀξιέπαινοι διὰ τὴν ἐμμονὴν αὑτῶν εἰς ὑγιὲς νόμισμα, ὅσῳ οἱ ῥωμαῖοι αὐτοκράτορες κατέλιπον αὐτοῖς κάκιστα παραδείγματα.[3]

Δυστυχῶς καὶ αὐτοὶ δὲν κατώρθωσαν ν’ ἀντίσχωσι μέχρι τέλους εἰς τὸν πειρασμὸν τῆς κιβδηλείας. Μέγας δὲ βασιλεύς, Ἀλέξιος ο Κομνηνός, πιεζόμενος ὑπὸ δεινῶν χρηματικῶν ἀναγκῶν, ἐμιμήθη τὸ παράδειγμα τοῦ πρὸ μικροῦ βασιλεύσαντος Βοτανειάτου. Τούτου αἱ κιβδηλεῖαι, συνιστάμεναι εἰς ποικίλας μεταβολὰς ἐν τῷ νομισματικῷ συστήματι,[4] αὐτὸν μὲν ἐξηυτέλισαν, διότι ἐν διεθνέσι συνθήκαις ἀνέλαβε τὴν ὑποχρέωσιν νὰ πληρώνῃ ἀποζημιώσεις διὰ νομισμάτων τῶν προκατόχων του,[5] τὴν δὲ ὅλην οἰκονομίαν τοῦ κράτους ἀνεστάτωσαν, διότι


    ὁ Παπαρρηγόπουλος πρῶτος, ἐν τῇ διακρινούσῃ αὐτὸν ἱστορικῇ ὀξυδερκείᾳ, ἐδίστασε περὶ τοῦ βασίμου αὐτῆς, μετ’ αὐτὸν δὲ καὶ ὁ Schlumberger (μετάφρ. Λαμπρίδου, σελ. 620 - 2), συστήσας τὴν ἔρευναν τῶν νομισμάτων. Ἤδη δὲ ὁ εἰς τὴν ἐργασίαν ταύτην ἐπιδοθεὶς Wroth (σελ. C προλόγου) ἐξήλεγξεν ὅτι ἅπαντα τὰ σωζόμενα νομίσματα τοῦ Νικηφόρου εἶναι τοῦ συνήθους βάρους καὶ τίτλου, πείθεται δ’ ὅτι οἱ πολὺ μεταγενέστεροι τοῦ Φωκᾶ Κεδρηνὸς καὶ Ζωναρᾶς ἀνέγραψαν συτοφαντικήν τινα διάδοσιν σχετιζομένην ἴσως πρὸς τὸν πράγματι κιβδηλευτὴν Νικηφόρον Βοτανειάτην.

  1. Ἑτέραν ἀπόδειξιν ἀποτελεῖ αὐτὸς οὗτος ὁ σεβασμὸς πρὸς τὸν τίτλον τοῦ νομίσματος, καθ’ ὅσον, ὡς ἐδείξαμεν προκειμένου περὶ τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων (Ἱστορία Ἑλληνικῆς Δημοσίας Οἰκονομίας, σελ. 154 καὶ 179), μόνον τὰ κράτη ἅτινα ηὐμοίρουν εὐρέος ἐμπορίου ᾐσθάνθησαν τὴν ἀνάγκην ὑγιοῦς νομίσματος.
  2. Βλ. τὴν διάδοσιν τοῦ ὅρου besant (ἐκ τοῦ byzantinus nummus· πρβλ. Littré), δι’ οὗ κατὰ τὰς σταυροφορίας καὶ ἐντεῦθεν ἐκαλεῖτο πᾶν χρυσοῦν νόμισμα, καὶ αὐτὰ τὰ ἀραβικά, (besant sarrasin).
    Περὶ τῆς ἐπιδράσεως τῶν βυζαντινῶν νομισματικῶν ὅρων ἐπὶ τῆς ἑβραϊκῆς γλώσσης βλ. τὰς παρατηρήσεις τοῦ Samuel Krauss, Studien zur Byzantinisch, Jüdischen Geschichte (Λιψία, 1914), σελ. 109.
  3. Περὶ τῆς τρισαθλίας καταστάσεως εἰς ἣν εἶχε περιέλθῃ τὸ ῥωμαϊκὸν νόμισμα βλ. τὴν πραγματείαν τοῦ Mommsen, Ueber den Verfall des Römischen Münzwesens (1860· ἴδε κατὰ προτίμησιν τὴν μεταγενεστέραν γαλλικὴν μετάφρασιν, ἐν ᾖ πολλαὶ βελτιώσεις καὶ προσθῆκαι). Σαφὴς σύνοψις τοῦ ζητήματος εὕρηται ἐν τόμ. Γ′ τοῦ Χέρτζβεργ, σελ. 157 - 167 καὶ 257 - 262 μεταφρ. Καρολίδου.
  4. Βλ. λεπτομερείας παρὰ Ζωναρᾷ Γ′, 738· πρβλ. σχόλια Wroth, εἰσαγωγὴν σελ. CXII.
  5. Οὕτως ἐν τῇ συνθήκῃ πρὸς τὸν Βοημοῦνδον ὡρίσθη ὅτι αἱ καταβολαὶ θὰ ἐγίνοντο εἰς Μιχαηλᾶτα, δηλαδὴ νομίσματα Μιχαὴλ τοῦ Δούκα (Wroth, σελ. CXIII).