Σελίδα:Περί νομίσματος και της κτητικής δυνάμεως των πολύτιμων μετάλλων κατά τους βυζαντινούς χρόνους.pdf/8

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
6

ζαντίῳ ἐκράτει κατ’ ἀρχὴν[1] ὁ μονομεταλλισμός, βάσις δ’ ὅμως τοῦ συστήματος εἶχε τεθῇ οὐχὶ ὁ ἄργυρος, ἀλλ’ ὁ χρυσός, κυριωτάτη δὲ νομισματικὴ μονὰς ἦτο τὸ ὑπὸ Κωνσταντίνου τοῦ μεγάλου καθιερωθὲν χρυσοῦν νόμισμα, ὁ σόλιδος (solidus), ὅπερ καλεῖται κατ’ ἀρχὰς χρυσοῦνχρύσινον ἢ καὶ ἁπλῶς νόμισμα,[2] ἀπὸ δὲ τοῦ ιγ′ αἰῶνος καὶ ἐντεῦθεν ὑπέρπυρον.[3]

Τὸ νόμισμα ἀπετέλει τὸ 1/72 τῆς λίτρας, ἐδύνατο δὲ κατὰ τὸν πλεῖστον χρόνον τῆς Βυζαντινῆς αὐτοκρατορίας περὶ τὰ 15 φράγκα.[4]

«Τὸ Βυζαντινὸν νόμισμα» λέγει ὁ Gelzer[5] «ἔμεινεν ἄθικτον ἐπὶ 800 σχεδὸν ἔτη. Διὰ τοῦτο ἐξετιμᾶτο ἐν τῷ βαρβαρικῷ ὅσον καὶ ἐν τῷ πεπολιτισμένῳ κόσμῳ, εἶχε δὲ καταστῇ πράγματι διεθνὲς νόμισμα· ἐν αὐταῖς ταῖς Ἰνδίαις, ὡς βεβαιοῖ Κοσμᾶς ὁ Ἰνδοπλεύστης, ἦτο τὸ μόνον ἐν χρήσει διὰ τὰς διεθνεῖς συναλλαγάς».[6]

Ἡ βεβαίωσις τοῦ γερμανοῦ βυζαντιολόγου ἀνταποκρίνεται πρὸς τὴν ἀλήθειαν, καθ’ ὅσον αἱ εἴς τινας αὐτοκράτορας, ἰδίᾳ Νικηφόρον τὸν Φωκᾶν, ἀποδιδόμεναι, κιβδηλεῖαι[7] δὲν ἐπιβεβαιοῦνται. Ὁ δὲ διεθνὴς


  1. Περί τινων προσωρινῶν ἐξαιρέσεων εἰς τὸν κανόνα βλ. Reinach ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 109.
  2. Ὁ Παπαρρηγόπουλος (ἔνθ’ ἀνωτ.) παρατηρεῖ ὅτι τὸ δεύτερον τοῦτο ὄνομα ἐπικρατεῖ ἀφ’ ἧς ἀπὸ Κωνσταντίνου τοῦ Ε′ ἄρχεται ὁ ἐξελληνισμὸς τῶν νομισμάτων.
  3. Ὁ κ. Σβορῶνος (σελ. 358 κἐξ.) φρονεῖ ὅτι τὸ ὄνομα τοῦτο ὑποδηλοῖ τὰ δι’ ἐπανειλημμένης πυρακτώσεως καθαρισθέντα νομίσματα. Ὑπενθυμίζει δ’ ὅτι Βυζαντινοί τινες, λ. χ. ο Θεοφάνης, ὠνόμαζον ἤδη τὰ χρυσᾶ νομίσματα ὁλοκότινα, λέξιν ἑλληνολατινικὴν (ὅλος καὶ coctum), ἧς ἡ ἔννοια συμπίπτει ἀκριβῶς πρὸς τὴν ὑπ’ αὐτοῦ ἀποδιδομἑνην εἰς τὸ ὑπέρπυρον. Ὁ Κοραῆς, ὃν ἄλλως δὲν ἀναφέρει ὁ κ. Σβορῶνος, γράφει τὴν λέξιν ὑπέρπυρρον, παράγει δ’ αὐτὴν ἐκ τοῦ πυρρός, ὅπερ «σημαίνει τὸ καθαρὸν χρῶμα τοῦ χρυσίου» (Ἄτακτα, τόμ. Α′, σελ. 49). Ἐπὶ τοῦ θέματος βλ. καὶ Ν. Βέην, A propos de la monnaie ὁλοκότινον, ἐν Revue de Numismatique (Παρίσιοι, 1912).
  4. Κατὰ Παπαρρηγόπουλον ἔνθ’ ἀνωτ., κατ’ ἄλλους συγγραφεῖς κατά τι ὀλιγώτερον. Ἡμεῖς προέβημεν εἰς τὸν ἑξῆς ὑπολογισμόν: δεδομένου ἀφ’ ἑνὸς ὅτι σήμερον τὸ εἰκοσάφραγκον τῆς λατινικῆς ἑνώσεως περιέχει γρ. χρυσοῦ 5,80, ἀφ’ ἑτέρου δ’ ὅτι ὁ σόλιδος περιεῖχε κατ’ ἀρχὰς γρ. 4,52, εἶτα δὲ γρ. 4,40, ἕπεται ὅτι ἡ ἀξία αὐτοῦ ἦτο τὸ πρῶτον φρ. 15,59 καὶ μετέπειτα 15,15.
  5. Byzantinische Kulturgeschichte, σελ. 78.
  6. Τὸ χωρίον ὅπερ αἰνίσσεται ὁ Γέλτζερ εὕρηται, ἐν τῷ τόμ. Β′, σελ. 148 τῆς ἐκδόσεως τοῦ Κοσμᾶ ὑπὸ Montfaucon (Collectio nova Patrum, 2 τόμοι, Παρίσιοι, 1707· ἀνεδημοσιεύθη ὑπὸ Migne, Patr. Gr. τόμ. 88).
  7. Ὁ Κεδρηνὸς καὶ ὁ Ζωναρᾶς προσάπτουσιν εἰς τὸν Νικηφόρον κιβδηλείαν συνισταμένην εἰς τὴν ἔκδοσιν νομίσματος τινος ἠλαττωμένου, καλουμένου τεταρτηροῦ. Εἰς τὴν κατηγορίαν ἐπίστευσεν ὁ Sabatier (τόμ. Β′, σελ. 135), ἀλλ’