Σελίδα:Περί νομίσματος και της κτητικής δυνάμεως των πολύτιμων μετάλλων κατά τους βυζαντινούς χρόνους.pdf/21

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
21

«Φιλόχρυσος δὲ ὢν ὁ μισόχριστος οὗτος νέος Μίδας Κωνσταντῖνος ἀναδείκνυται καὶ τὸν χρυσὸν ἅπαντα ἀποθησαυρίζει. Ἐν οἷς συνέβαινεν ἐν ταῖς τῶν φόρων πράξεσι τῶν φορολογουμένων βιαζομένων εὐώνως τὰ τῆς γῆς καρπήματα καὶ γεννήματα διαπιπράσκεσθαι, ὡς τῷ νομίσματι ἑξήκοντα μοδίους σίτου διαγοράζεσθαι, κριθῆς δὲ ἑβδομήκοντα, καὶ πλεῖστα ἄγαν βραχείᾳ πάνυ ἀπεμπολεῖσθαι ποιότητι. Ὅπερ τοῖς μὲν ἀνοήτοις εὐφορία τε τῆς γῆς καὶ πραγμάτων εὐθηνία ἐνομίζετο, τοῖς δὲ εὖ φρονοῦσι τυραννίδος καὶ φιλοχρηματίας ἔργον καὶ ἀπανθρωπίας νόσος ἐκρίνετο».[1]

Δοθέντος ὅτι τὸ νόμισμα ἐτιμᾶτο 15 δρ. ἕπεται ὅτι ἡ τιμὴ ἑκάστου μοδίου ἦτο 25 λεπτὰ καὶ ἡ ἀναλογία 1 πρὸς 7 ½. Πλὴν πρόκειται περὶ τιμῆς ἐξαιρετικῶς εὐθηνῆς καὶ ἣν αὐτοὶ οἱ ὀπαδοὶ τοῦ αὐτοκράτορος ἀποδίδουσι μόνον εἰς μεγίστην εὐφορίαν. Ἡ συνήθης τιμὴ θὰ ἦτο πολὺ ἀνωτέρα, ἄγνωστον δ’ ὅμως ποία.

Δεύτερος ἔρχεται Βασίλειος ὁ Α′. Ἐπὶ τῆς βασιλείας τούτου κατὰ Κεδρηνὸν (Π. 372 κἑξ.) γενομένου σφοδροτάτου λιμοῦ ἡ τιμὴ τοῦ σίτου ἀνῆλθεν εἰς ἥμισυ νόμισμα κατὰ μέδιμνον (δηλαδὴ 1,25 κατὰ μόδιον). Πρὸς καταπολέμησιν τοῦ λιμοῦ ὁ αὐτοκράτωρ διέταξε νὰ πωληθῇ ὁ δημόσιος σῖτος πρὸς ἓν νόμισμα κατὰ δώδεκα μεδίμνους.

Ἂν ὑποτεθῇ ὅτι αὕτη περίπου ἦτο ἡ πρὸ τοῦ λιμοῦ τιμή, καὶ ὅτι ὁ Κεδρηνὸς ὁμιλῶν περὶ μεδίμνου ἐννοεῖ πράγματι τὸ μέτρον τοῦτο,[2] τότε ἐπὶ τοῦ ἱδρυτοῦ τῆς Μακεδονικῆς δυναστείας ἡ τρέχουσα τιμὴ τοῦ μεδίμνου ἦτο δρ. 1,25 καὶ τοῦ μοδίου 20 λεπτά, ἡ δ’ ἀναλογία πρὸς τὰ σημερινὰ 1 πρὸς 9. Ἀλλ’ ἐκ τοῦ ὅλου χωρίου, σκοποῦντος νὰ ἐξάρῃ τὴν φιλανθρωπίαν τοῦ Βασιλείου, φαίνεται ὅτι ἡ τιμὴ ἦτο κατωτέρα τῆς συνήθους.

Ἐάν τις λάβῃ μέσον ὅρον μεταξὺ μεγάλης εὐθηνίας ἐπὶ Κωνσταντίνου καὶ ἀκριβείας ἐπὶ Βασιλείου (δηλ. μεταξὺ 25 καὶ 1,25), δύναται νὰ συμπεράνῃ ὅτι ἡ τιμὴ τοῦ μοδίου ἦτο 75 λεπτὰ καὶ ἡ τιμὴ τοῦ χιλιογράμμου 12 λεπτὰ περίπου. Ἔχομεν δηλαδὴ αναλογίαν 1 πρὸς 2,4.


  1. Ἐν ταῖς Ἀντιρρήσεσιν (βλ. Ἀντιρρήσεων γ′, 74 παρὰ Migne, στήλην 513) ὁ Νικηφόρος ἐπαναλαμβάνει τὴν αὐτὴν κατηγορίαν, ἀλλ’ ὑπὸ πολὺ ὑπερβολικώτερον τύπον, λέγων ὅτι τόσον εἶχον αὐξηθῇ οἱ φόροι, διὰ συχνῶν καὶ ἐτησίων προσθηκῶν, ὥστε «ἑνὸς χρυσίνου τὴν περιουσίαν ἀνδρὸς γεωργοῦ ἅπασαν εὐχερῶς ἄν τις ἐξωνήσαιτο». Περὶ τῶν μεταξὺ τῶν Ἀντιρρήσεων καὶ τῆς Συντόμου Ἱστορίας ἀντιφάσεων βλ. ἀνωτ. σελ. 14, σημ.6.
  2. Δηλαδὴ δὲν ἐννοεῖ τὸν μόδιον (πρβλ. ἀνωτ. σημ. 1 σελ. 18)· δύναται δέ τις νὰ παραδεχθῇ ὅτι ὁ Κεδρηνὸς κυριολεκτεῖ, διότι ἀλλαχοῦ ὁμιλεῖ περὶ μοδίου.