Σελίδα:Περί νομίσματος και της κτητικής δυνάμεως των πολύτιμων μετάλλων κατά τους βυζαντινούς χρόνους.pdf/10

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
8

μάλιστα ὁ αὐτοκράτωρ εἶχε τὴν ἀξίωσιν νὰ εἰσπράττῃ φόρους κατὰ τὸ πλεῖστον εἰς ὑγιὲς νόμισμα,[1] ἐπὶ πλέον δὲ καὶ κάκιστον παράδειγμα καθιέρωσαν εἰς τοὺς ἐξευτελίσαντες τὸ βυζαντινὸν ὑπέρπυρον Παλαιολόγους.[2]

Τὰ μόνα δὲ ἅπερ δύναταί τις νὰ παρουσιάσῃ ὡς ἐλαφρυντικὰ τῶν τοιούτων κιβδηλειῶν, εἶναι τὸ μὲν αἱ δειναὶ περιστάσεις, αἵτινες ἐξώθουν τὸ δημόσιον εἰς κιβδηλείαν (ὅπως σήμερον θὰ ἦγον μοιραίως αὐτὸ εἰς καταναγκαστικὴν κυκλοφορίαν), τὸ δέ, ὅτι αἱ ἄλλως ὀλέθριαι μέθοδοι ἀμέσου χρηματισμοῦ εἶχον καταστῇ ἐπὶ Παλαιολόγων τόσον γενικαί, ὥστε ὁ Γεμιστὸς πρὸ τῶν πλημμυριζόντων τὴν Πελοπόννησον ποικίλων ξένων φαύλων νομισμάτων φθάνει μέχρι τοῦ νὰ συμβουλεύσῃ τὴν ἐπάνοδον εἰς τὴν ἀρχέγονον ἀνταλλαγὴν εἰς εἶδος.[3]

Προσθετέον τέλος ὅτι ἐκτὸς τῆς εἰς μεταβολὴν τοῦ τίτλου συνισταμένης κιβδηλείας παρετηρεῖτο καὶ ἡ κυρίως εἰπεῖν κιβδηλεία, δη-


  1. Ἐντεῦθεν σύγχυσις λογιστικὴ φοβερὰ καὶ ἀνάγκη Νεαρᾶς περὶ παλαιᾶς καὶ νέας λογαρικῆς. Ταύτην ἐξέδωκε πρῶτος ὁ Montfaucon κατὰ τὸ 1688, εἶτα δ’ ὁ Λίγγενταλ. (Γ′ 385 κἑξ.), ἐσχολίασε δὲ μετὰ πολλῆς σαφηνείας ὁ Chalandon (Alexis Comnène, Παρίσιοι, 1900, σελ. 302 κἑξ.).
  2. Περὶ τῶν κιβδηλειῶν τῶν τελευταίων αὐτοκρατόρων βλ. Σβορῶνον σελ. 347. Ταύτας δύναταί τις νὰ ἐξακριβώσῃ καὶ ἄλλως πως. Οὕτως ὁ Riant (Dépouilles religieuses enlevées à Constantinople par les Croisés, Παρίσιοι, 1875, σελ. 8, σημ. 2) ἔχων ὑπ’ ὄψει τὰς μαρτυρίας τοῦ Gunther (καθ’ ὃν τὸ ὑπέρπυρον = ¼ τοῦ ἀργυροῦ marc, βάρους Κολωνίας) καὶ τοῦ Coggeshale (καθ’ ὃν ἰσοῦτο πρὸς τρεῖς ἀγγλικοὺς ἀργυροῦς σολίδους) ὑπολογίζει ὅτι τὸ ὑπέρπυρον κατὰ τὴν πρώτην ἅλωσιν ἤξιζε 12 - 13 φρ.· ἐξ ἄλλου ὁ Diehl περιλαμβάνει ἐν τοῖς Études byzantines (σελ. 249) ἐπίσημά τινα ἔγγραφα ἀπὸ τοῦ 1374 χρονολογούμενα, ὡς καὶ σημείωμα τοῦ διαπρεποῦς Βενετοῦ ἀρχαιοδἰφου Barozzi· ἐκ τῶν πρώτων φαίνεται ὅτι τὸ δουκᾶτον ἰσοῦτο πρὸς 2 ὑπέρπυρα, ἐκ δὲ τοῦ δευτέρου ὅτι τὸ δουκᾶτον = 10 φράγκα· τὸ ὑπέρπυρον ἄρα = 5 φράγκα. Ἂν δὲν ἐμφιλοχωρεῖ σύγχυσίς τις (δυνατὸν τὸ βενετικὸν κείμενον τοῦ 1374 νὰ αἰνίσσηται ἄλλα ὑπέρπυρα ἢ τὰ Βυζαντινά, διότι καὶ νομίσματα μὴ κοπέντα ἐν Κωνσταντινουπόλει ἐκυκλοφοροῦντο ὑπὸ τὸ ὄνομα ὑπέρπυρα), πρέπει μεγάλη κιβδηλεία νὰ διεπράχθη μεταξὺ τοῦ 1328 (ὁπότε ἐξεθρονίσθη Ἀνδρόνικος ὁ Β′) καὶ τοῦ 1374, καθ’ ὅσον ὁ Παῦλος Λάμπρος (ἔνθ’ ἀνωτ.) δοκιμάσας πολλὰ νομίσματα τῶν Λασκάρεων καὶ τῶν δύο πρώτων Παλαιολόγων, εὗρεν ὅτι ἡ ἀξία τοῦ ὑπερπύρου ἦτο φρ. 11,20, κατά τι δηλαδὴ μόνον μικροτέρα τῆς τῶν τελευταίων πρὸ τῆς α′ ἁλώσεως νομισμάτων.
  3. «Ἴσως δ’ οὐδ’ ἐκεῖνο παριτέον, τό γε τοῦ νομίσματος ἄτοπον ὡς διορθωτέον. Σφόδρα γάρ που εὔηθες τοῖς ξενικοῖς τούτοις καὶ ἅμα πονηροῖς χαλκείοις χρωμένοις, ἄλλοις μὲν κέρδος τι φέρειν, ἡμῖν δ’ αὐτοῖς πολὺν τὸν κατάγελων» κτλ. (βλ. Λόγον Α′, κεφ. 21· πρβλ. Καζάζην, Γεώργιος Γεμιστὸς Πλήθων καὶ ὁ κοινωνισμὸς κατὰ τὴν Ἀναγέννησιν, Ἀθῆναι, 1903, σελ. 25).