Σελίδα:Πανδώρα Τεύχος 3.djvu/5

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα δεν έχει ελεγχθεί ακόμη για πιθανά λάθη.
53
ΠΑΝΔΩΡΑ.

ὅτι, ἐπειδὴ γίνονται αὐστηραὶ ἐξετάσεις περὶ τῆς δολοφονίας τοῦ Κόμητος, τὸ δικαστήριον, ἐλπίζον νὰ φωτισθῇ πρὸ πάντων ἀπὸ αὐτὸν, ὡς σύνοικον καὶ φίλον τοῦ γέροντος, διέταξε νὰ μὴ κοινωνὴσῃ αὐτὸς μετ' οὐδενὸς μέχρις οὗ περατωθῇ ἡ ἐξέτασις, καὶ διὰ τοῦτο δἐν ἐδύνατο νὰ ἔλθῃ ὁ Ῥοδίνης νὰ τοὺς ἰδῇ. Ἡ Ἀγγελικὴ, ἀνασκιρτήσασα εἰς τὴν πρώτην λέξιν ἣν ὁ πατήρ της ἐπρόφερεν, ἔμεινεν ὡς νενεκρωμένη εἰς τὴν τελευταίαν εἴδησιν, καὶ ἤρχισεν ἀκουσίως νὰ κλαίῃ· ἀλλ' ἐννοήσασα ὅτι τὰ δάκρυά της ἦσαν παιδαριώδη, ἐπραΰνθη, καὶ ἀπεφάσισε νά περιμείνῃ καρτερικῶς μέχρις οὗ περατωθῇ ἡ ἐξέτασις. Ὡς πέρας δὲ τῆς ἐξετάσεως ἐξελάμβανε τὴν δικάσιμον ἡμέραν, διότι ὁ πατήρ της, μή ἀμφιβάλλων ὅτι θέλει ἀπολυθῂ ὁ Ῥοδὶνης, αὐτὴν τῇ εἶχε προσδιορίσει ἐν πεποιθήσει τὴν προθεσμίαν. Ἡ Ἀγγελικὴ ἐμέτρα τὰς ἡμέρας, τὰς ὥρας καὶ τὰς στιγμὰς μετὰ νευρικῆς ἀνησυχίας, καὶ ὅταν ἔμαθεν ὅτι ἡ ἡμέρα τέλος ἐπέστη, τὸ βλέμμα προσηλωμένον εἰς τὸν ἥλιον, ἀνεμέτρα τὴν πορείαν του, καὶ ἤλεγχε μὲ δυσαρέσκειαν τὴν βραδύτητα του.

Τέλος περὶ τὴν ἐσπέραν ἤκουσε θόρυβον εἰς τὴν κλίμακα, καὶ ἐπέταξε μᾶλλον ἢ ὅτι ἔτρεξε πρὸς αὐτήν. Ἀλλ' ἀντὶ νὰ ἰδῇ, ὡς ἤλπιζε, τὸν Ῥοδίνην πτερούμενον ὑπὸ τῆς χαρᾶς, ἀπήντησεν αἴφνης τὸν πατέρα της ὠχρὸν καὶ ἀκίνητον, καὶ ὑπὸ τεσσάρων ἀνδρῶν φερόμενον. Τὸ αἷμά της ὅλον συνεστάλη εἰς τὴν καρδίαν της. Ἥρπασε τὴν προχοΐδα νὰ βρέξῃ τὸ μέτωπόν του, καὶ αἱ χεῖρές της ἔτρεμον, ὥστε ἠναγκάσθη νὰ τὴν ἀφήσῃ, κ' ἐκινδύνευσε νὰ πέσῃ πλησίον του ἄπνους ὡς αὐτὸς, διότι ᾐσθάνετο ὅτι τοῦ πατρός της ἡ λειποθυμία ἦτον κακῶν ἄγγελος. Ὡς δὲ οὗτος συνῆλθε, λαβὼν τὰς ἀναγκαίας περιποιήσεις,

— Πάτερ! ἔκραξε ῥιφθείσα εἰς τὰς ἀγκάλας του καὶ χύνουσα δακρύων κρουνοὺς, πάτερ! συνέβη μέγα δυστύχημα!

Ὁ δὲ Βοράτης, ἀπόφασιν ἔχων ν' ἀναχωρήσῃ ὅπως ἐπιμεληθῇ περὶ τῆς σωτηρίας τοῦ φίλου του, ᾐσθάνετο ὅτι ἦτον ἀδύνατον νὰ μὴ φθάσῃ ἐπὶ τῆς ἀπουσίας του μέχρι τῆς θυγατρός του ἡ τρομερὰ ἀγγελία, καὶ ὅτι προτιμότερον εἶναι ἀπὸ τὴν χεῖρά του μᾶλλον ἡ ἀπὸ ἄλλου χεῖρα νὰ δεχθῇ τὸ ἀπευκταῖον ποτήριον, διότι αὐτὸς κᾂν ἤθελε δοκιμάσει νὰ κολάσῃ, εἰ δυνατὸν, τὴν θανατηφόρον πικρίαν του.

— Κόρη μου, ἀπεκρίθη, ὁ βίος οὗτος εἶναι πάλη διηνεκὴς, καὶ μόνον οἱ ἰσχυροὶ τὴν καρδίαν ἀντέχουσιν εἰς αὐτόν. Ἡμεῖς δὲν τὸν ἐκλέγομεν, κόρη μου· μᾶς δίδεται μὲ ὅλας τὰς ἀπολαύσεις καὶ μὲ ὅλας τὰς συμφοράς του, καὶ πρέπει νὰ τὸν δεχώμεθα ὁποῖος μᾶς δίδεται, καὶ ἕκαστος γογγυσμὸς, εἶναι ἀσέβεια. Ἔπειτα, φιλτάτη Ἀγγελικὴ, πολλὰ φαινόμενα δυστυχήματα μᾶς στέλλονται μόνον ὡς δοκιμασίαι τῆς πίστεως καὶ τῆς καρτερίας μας, καὶ ἂν ὑποοτῶμεν αὐτὰς γενναίως, ἀποβαίνουσι πολλάκις εἰς χαρὰν καὶ εἰς ἀμοιβήν μας. Πᾶν νέφος, κόρη μου, δὲν φέρει πάντοτε κεραυνόν· πολλάκις καὶ ὄμβρον ζωογονοῦντα. Καὶ τώρα φοβερόν τι φαινόμενον δυστυχίας ἐπικρέμαται ἐφ' ἡμῶν...

— Τί πάτερ; τί; λέγε.

— Ἀλλ' εἶναι φαινόμενον μόνον. Ἀναχωρῶ ἀπόψε ἀμέσως, καὶ ἔχω πεποίθησιν, ἔχω θετικὴν βεβαιότητα, ὅτι θέλω διασώσει τὸν Ῥοδίνην, ὃν ἡ εὐήθεια ἀπατηθέντων δικαστῶν... ἐκήρυξεν ἔνοχον.

— Ἔνοχον! ἔνοχον! ὧ θεέ μου, ἔνοχον! Καὶ τίνος τὸν ἐκήρυξαν ἔνοχον;

— Τὶ μᾶς μέλλει πῶς καὶ τὶ αὐτοὶ ἐφλυάρησαν; Μήπως ἡ τύχη μας εἶν' ἐγκαταλελειμμένη εἰς χεῖρας αὐτῶν; ἔπρόσθεσεν ὁ Βοράτης, ὀλίγον ὑπερπηδῶν τῆς ἀληθείας τὰ ὅρια, ὅπως τὴν καθησυχάσῃ. Ἀπέρχομαι πρὸς τοὺς ἀνωτέρους αὐτῶν, τοὺς ἔχοντας καὶ την ζωὴν καὶ τὸν θάνατόν μας εἰς χεῖράς των. Ἐκεῖνοι θ' ἀποδώσωσι δικαιοσύνην εἰς τὸν ἀθῶον, καὶ θὰ τὸν σώσωσιν.

— Πάτερ! εἰς θάνατον κατεδὶκασαν τὸν Ῥοδίνην! ἐκραξεν ἡ Ἀγγελικὴ, καὶ οἱ ὀφθαλμοί της διεστάλησαν σπιθαμιαῖοι, καὶ μὲ τὰς δύω χεῖράς της κρατοῦσα τοὺς μήνιγγάς της, ἔν ᾧ πᾶσα χροιὰ ἀπεσύρθη τῶν παρειῶν της, ἐφαίνετο ὡς τὸ ἄγαλμα τῆς φρίκης ἢ τῆς παραφροσύνης.

— Θὰ μείνουν κατῃσχυμένοι, ὅταν μετ' ὀλίγας ἡμέρας ἐπιστρέψας, τὸν ἐξάξω θριαμβευτικῶς τῆς φυλακῆς του.

— Εἰς τὴν φυλακὴν λοιπὸν τὸν ἔχουσιν, ἔκραξεν ἡ Ἀγγελικὴ, εἰς τὴν συναίσθησιν ἐαυτῆς ἀνακληθεῖσα ὑπὸ τῶν τελευταίων λόγων τοῦ πατρός της. Πάτερ, φέρε με εἰς τὴν φυλακήν του. Ὅταν, θῦμα ἀθῶον, ἐκεῖνος ἄγεται εἰς τὸν θάνατόν, ἡ θέσις τῆς μνηστῆς του εἶναι πλησίον του.

— Ἀλλὰ, ἄφρον παιδίον, σοὶ λέγω ὅτι ἀπέρχομαι διὰ νὰ τὸν σώσω. Εἶναι ἀθῶος, καὶ δὲν ζῶμεν εἰς αἰῶνα ὅταν ἡ ἀθωότης δύναται νὰ μείνῃ ἀνεκτίμητος καὶ ἀδικαίωτος (καὶ πάλιν ἔῤῥιπτεν εἰς τὴν πλάστιγγα τῆς ἀληθείας πρόσθετον παρηγορίας σταθμόν). Μένε ἥσυχος. Ὅταν ἐπιστρέψω, σ' ὑπόσχομαι νὰ μὲ συνοδεύσῃς εἰς τὴν φυλακήν του, καὶ νὰ εἶσαι σὺ ἥτις θὰ λύσῃς τὰ δεσμά του.

— Μοὶ τὸ ὑπόσχεσαι, πάτερ, μοὶ τὸ ὑπόσχεσαι λοιπὸν! Ὅταν ἐπιστρέψῃς θὰ σὲ συνοδεύσω εἰς τὴν φυλακήν του; «Ἂν τύχῃ λύπη ἢ χαρά» μοὶ τὸ ὑπόσχεσαι;

— «Ἂν τύχῃ λύπη ἢ χαρὰ» σοὶ τὸ ὑπόσχομαι, ἀλλ' ἡσύχασε.

— Ἄπελθε λοιπὸν, οὐδὲ λεπτὸν μὴ ἀργῇς, καὶ ὁ θεὸς νὰ κατευοδώσῃ τὰ διαβήματά σου. Ἀλλὰ πότε, πάτερ, θὰ ἐπιστρέψῃς;

— Ταχύτερον ἢ ἀργότερον, δὲν ἠξεύρω, ἀλλ' ὑπὲρ τὰς ἑξ ἑβδομάδας ἐν οὐδεμιᾷ περιπτώσει δὲν δύναμαι νὰ χρονοτριβήσω, εἶπεν ὁ Βοράτης, κλίνων τὴν κεφαλὴν μελαγχολικῶς προς τὴν γῆν.

— Ἓξ ἐβδομάδας! ὧ θεέ μου, ἀνέκραξεν ἡ κόρη του. Καὶ ζῇ ἄνθρωπος ἓξ ἑβδομάδας μὲ σύντροφον τοσαύτην ἀνησυχίαν, Ἔστω, θὰ προσπαθήσω.

Ἀλλ' ἡ Ἀγγελικὴ ἔζησε τὰς ἑξ ἐβδομάδας, ἔζησεν ἕκαστον λεπτὸν τῶν ἑξ ἑβδομάδων, διότι ἕκαστον ἦτον ἔγκυον αἰσθημάτων ἀρκούντων ὅπως πληρώσωσιν ὁλόκληρα ἔτη ἄλλης ζωῆς. Ὅλη δὲ ἡ ζωτικὴ ἐνέργεια ἐσω-