Σελίδα:Πανδώρα Τεύχος 3.djvu/4

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα δεν έχει ελεγχθεί ακόμη για πιθανά λάθη.
52
ΠΑΝΔΩΡΑ.

Ὁ Βοράτης ἐκτύπησε τὴν κεφαλήν του μὲ τὰς δύω του χεῖρας.

— Δυστυχία! δυστυχία! ἀνέκραξεν. Ἀγρία τῆς τύχης καταδρομή! Ὁμολόγησον, φίλε μου, ὅτι πρέπει νὰ ἔχῃ τις ὅλην τὴν πρὸς σὲ ἀπεριόριστον πίστην μου, δια νὰ πιστεύσῃ τὸ πρᾶγμα τοῦτο.

— Τὸ ὁμολογῶ, ἀπεκρίθη ὁ Ῥοδίνης, διὰ τοῦτο δὲν ἀδημονῶ πρὸς τοὺς δικαστάς μου, μὴ δικαιούμενος ν' ἀπαιτῶ καὶ παῤ αὐτῶν τὴν ἰδίαν πίστιν.

— Ἀλλ' ἡ ἄλλη διαθήκη ὑπὲρ τοῦ ἀνεψιοῦ του!...

— Περὶ αὐτῆς, σ' ἐπαναλαμβάνω ὅ, τι εἶπα καὶ εἰς τὸ δικαστήριον, ὅτι οὐδὲ λόγον ποτὲ μοὶ εἶπεν ὁ κόμης. Ἡ ὑπαρξίς της μοὶ φαὶνεται αἴνιγμα ἀνεξήγητον. Ὁ μακαρίτης κόμης Διονύσιος, ὑπαγορεύων μοι τὴν διαθήκην ταύτην, ἐδύνατο ν' ἀναφέρῃ ἐκείνην, καὶ δὲν τὴν ἀνέφερεν· ἐξ ἐναντίας μάλιστα, ὅταν ἐγὼ ἐμεσίτευσα ὑπὲρ τοῦ ἀνεψιοῦ του, μοὶ ἔδωκε μακρὰς ἐξηγήσεις, καὶ μοὶ εἶπεν ὅτι ἡ τελευταία του ἐπίμονος θέλησις εἶναι νὰ μὴ περιέλθῃ ποτὲ εἰς τὸν Γεράσιμον οὐδὲ τὸ ἐλάχιστον τῆς περιουσίας του μέρος Αἴνιγμα μοὶ φαίνεται ἡ ὑπόθεσις αὕτη, καὶ χρέος μου ἦτον νὰ ζητήσω τὴν λύσιν του ἀνίσως ἔζων.

— Ἀλλὰ πρέπει, πρέπει νὰ ζήσῃς, ἀνέκραξεν, ἐναγκαλιζόμενος αὐτὸν, ὁ Βοράτης. Ζήτησον τὴν χάριν διὰ νὰ ζήσῃς.

— Ὅτι ἐπιθυμῶ νὰ ζήσω, ἀπεκρίθη ὁ Ῥοδίνης μὲ ζωηρότητα, ὅτι ἔχω λόγον νὰ τὸ ἐπιθυμῶ, τὸ ἤκουσας. Ἀλλὰ θέλεις νἀ προσάψω ἐγὼ αὐτὸς εἰς τὸν πόδα μου καὶ νὰ σύρω δι' ὅλης μου τῆς ζωῆς τὴν σφαῖραν τῆς ἀτιμίας; Θέλεις νὰ προσφέρω εἰς τὴν Ἀγγελικὴν ὄνομα δι' ὃ νὰ ἐρυθριᾷ; Θέλεις ὁ κόσμος νὰ μὲ δακτυλοδεικτῇ ὡς νέον Κάϊν, ὃν ἠμνήστευσεν ἡ Κυβέρνησις, εἰς τὴν ἀνανδρείαν μου χαρισθεῖσα, ἀλλ' ὃν ὁ θεὸς δὲν θέλει ἀμνηστεύσει ποτέ; Οἱ δικασταὶ ἠπατημενοι μ' ἐκήρυξαν ἔνοχον· ἔχουσι τὴν δύναμιν, ἂς μὲ θανατώσωσιν. Ἀλλ' ἔνοχος δὲν εἶμαι, καὶ διὰ τοιαύτης αἰσχρᾶς ὁμολογίας δὲν θὰ ἐξαγοράσω ποτὲ τὴν ζωήν μου. Χάριν δὲν θὰ ζητήσω.

Ὁ Βοράτης ἥρπασε τοῦ Ῥοδίνου τήν χεῖρα καὶ τὴν ἔσφιγγεν εἰς τὰς ἐδικάς του, χύνων κρουνοὺς δακρύων.

— Ἔστω, μὴ ζητῇς λοιπὸν χάριν, ζήτησε δικαιοσύνην λοιπόν. Ἂν ἔχῃς τὴν ἐλαχίστην ἀγάπην δι' ἐμὲ, τὴν ἐλαχίστην εὐσπλαγχνίαν διὰ... τὴν Ἀγγελικὴν, φρόντισε, φρόντισε διὰ τὴν σωτηρίαν σου. Δός μοι τὴν ἀναφοράν σου, καἰ δὲν θέλω ἀφήσει θύραν ἄκρουστον, λίθον ἀκίνητον, καὶ ἂν ὑπάρχῃ ἀκόμη ἐπὶ τῆς γῆς αἰδὼς δικαιοσύνης, θέλεις σωθῇ.

Ὁ Ῥοδίνης λοιπὸν, δυσωπηθεὶς μέχρι τέλους, ἔγραψε τὴν ἀναφοράν του, ἄλλ' εἰς ὕφος πολὺ διαφέρον τῶν συνήθων αἰτήσεων χάριτος. Ἐλεγε δὲ ὅτι, ἐπειδὴ εἶναι ἀθῶος τοῦ ἐγκλήματος δι' ὃ κατεδικάσθη, ζητεῖ ν' ἀκυρωθῆ ἡ καταδίκη του. Ὁ δὲ Βοράτης ἔλαβε τὸ ἐγγραφον τοῦτο, καὶ ἀπῆλθεν ἐν τῷ ἅμα ὅπως τὸ παρουσιάσῃ, ἐλπίζων νὰ συμπληρώσῃ διὰ τῶν λόγων του τὰς ἐλλείψεις αὐτοῦ.


ΣΤ΄.


Παρακολουθὴσαντες μέχρις ἐδὼ τὸν Ῥοδἱνην, ἠναγκάσθημεν νὰ παραμελήσωμεν τὸ χαριέστερον τῶν προσώπων τοῦ ἡμετέρου δράματος, τὴν Ἀγγελικήν. Ἡ καρδία της, ἣν εἶχεν ἀλγεινῶς συστείλει ἡ διαγωγὴ τοῦ Ῥοδίνου, ὅταν εἰς τὴν κλίμακα τῆς οἰκίας της οὐδἐ κᾄν ἠθέλησε νὰ προσέξῃ εἰς τῆς Βεγγάλης τὸ ἀγαπητὸν ῥόδον, ἀνεπετάσθη εἰς τὸ αἴσθημα τῆς εὐδαιμονίας ὡς τὸ ἄνθος ἐκεῖνο εἰς τὴν ἐαρινὴν πνοὴν τοῦ ζεφὑρου, ὅταν ὁ κόμης ἔθηκε τὴν χεῖρά της εἰς τοῦ Ῥοδίνου τὴν χεῖρα. Μὲ ἐρύθημα δ' εἰς τὰς παρειὰς καὶ μὲ μειδίαμα εἰς τὰ χείλη, ἐβάδιζε πλησίον τοῦ μνηστῆρός της, ὅταν μετὰ ταῦτα ἐπέστρεφον εἰς τὴν οἰκίαν τοῦ πατρός της, ἢ ἵστατο παρ' αὐτὸν εἰς τὸν ἐξώστην ἀφ' οὗ ἐπέστρεψαν, καὶ ἤκουε τοὺς φλογεροὺς λόγους του. Τὸ ἥμισυ τὴς νυκτὸς καὶ ἐπέκεινα παρῆλθεν εὶς ψιθυρισμοὺς ἀμοιβαίων ὅρκων, ἐλπίδας, ὑποσχέσεις καὶ σχέδια μακρᾶς εὐτυχίας, ἀψηφούσης τὰς περιστάσεις, διότι ἡ εὐτυχία των ἦτον ὁ καρπὸς τῆς ἀγάπης των ἥτις ἦτον κρείττων τῶν περιστάσεων, καὶ οὐδεμία περίστασις ἤθελε τοῦ λοιποῦ τοὺς χωρίσει, ὡς οὐδ' αὐτὸς ὁ θάνατος ἐδύνατο νὰ διαιρέσῃ τὰς ἀδιαλύτως συνδεδεμένας ψυχάς των. Καὶ ὅταν παρῆλθε τὸ μεσονύκτιον, καὶ ὁ Ῥοδίνης κατ' ἐραστῶν ἔθος μυριάκις τὰ αὐτὰ ἐπαναλαβὼν δι' ἄλλων λέξεων, ἀνεχώρησε τέλος, ἡ φαντασία καὶ ἡ καρδία τῆς Ἀγγελικῆς, ἄγρυπνοι ἀμφότεραι μέχρι τῆς αὐγῆς, ἐξηκολούθησαν δραστηρίως στρέφουσαι τὸ λαμπρὸν τοῦ μέλλοντός της καλλειδοσκόπιον, ἐν ᾧ πάντα τὰ ἄνθη, ὅσα εὔνους τύχη ἐπιχέει εἰς τῶν ἐκλεκτῶν της τὴν κεφαλὴν, συνεπλέκοντο εἰς ποικίλους στεφάνους, καὶ μεταξὺ τῶν εὐαρέστων εἰκόνων αἵτινες τῇ προσεμειδίων, πρέπει, ἂν θηρεύωμεν τοῦ ἱστορικοῦ τὴν ἀλήθειαν, νὰ ὁμολογήσωμεν ὅτι ἡ ἐσχάτη δὲν ἦτον ἡ τῆς ὁλοχρύσου νυμφικῆς της στολῆς, καὶ ἐπέκεινα τοῦ λεπτοῦ ἔμεινεν ἐκλέγουσα τὸ ὕφασμα, μελετῶσα τὸ σχῆμα, σχεδιάζουσα τὰ ποικίλματα.

Τὴν δ' αὐγὴν, ὅταν ἐξύπνησεν, ἡ μᾶλλον ὅταν ἠγέρθη, διότι δὲν ἐξυπνᾷ ὅστις δὲν ἐκοιμήθη, ἡ ἐκλογὴ τοῦ ὑφάσματος εἶχε γίνει. Ἀλλὰ κατ' ἐκείνην τὴν ἡμέραν εἶχεν ἀντηχήσει εἰς Ἀργοστόλιον ὁ νεκρικὸς κώδων τοῦ κόμητος Διονυσίου, καὶ ἡ Ἀγγελικὴ ἀντὶ νυμφικῆς, πένθιμον ἐνεδύθη στολήν. Ἀφ οὗ ὅμως ἔμεινε τρεῖς ὁλοκλήρους ἡμέρας βεβυθισμένη εἰς δάκρυα διὰ τὸν θάνατον τοῦ σεβαστοῦ φίλου τοῦ τε πατρός καὶ τοῦ μνηστῆρός της, καὶ διὰ τούτου τὴν ἀπουσίαν, τὴν τετάρτην, πρὸς διασκέδασιν τῆς θλίψεώς της, ἤρχισε νὰ κεντᾷ, τὸ ἐκλεχθἐν ὑφασμα, εὐδαίμων ὅτι καὶ ἐν ἀπουσίᾳ τοῦ Ῥοδίνου ἠσχολεῖτο εἰς ἔργον ἀναφερόμενον εἰς αὐτόν.

Τὴν μετάκλησιν καὶ τὸν φυλακισμὸν τοῦ Ῥοδίνου ὁ Βοράτης ἔκρυψεν ὅσον ἐδυνήθη ἀπὸ τὴν θυγατέρα του, διαφόρους πρὸς αὐτὴν ἐφευρίσκων δικαιολογίας διὰ τὴν παράτασιν τῆς ἀπουσίας του. Τέλος, μὴ δυνάμενος νὰ τῇ ἀποκρύψῃ ἐντελῶς τὴν ἀλὴθειαν, τῇ εἶπεν, ὅτι ἔφθασεν ὁ Ῥοδίνης εἰς Κεφαλληνίαν, ἀλλ'