Σελίδα:Ο όρκος (Μαροκοράς).pdf/9

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
= 7 =

Ἀλοιά! καὶ ποιὸς θὰ σὲ δεχτῇ, καὶ ποιὸς θὰ σ’ ἀγκαλιάσῃ,
Στὰ γονικά σου φτάνοντας, διπλόρφανο κοράσι;
Ὁ νέος, ’ποῦ φλόγα σ’ ἄναψε μὲς τὴν καρδιὰ μεγάλη,
Ἐβγῆκε τάχα ζωντανὸς ἀπὸ τὴν ἄγρια πάλη;
Ὤ! φανερόνεις ξάστερα, καὶ μὲ κλεισμένο στόμα,
’Πῶς τέτοια ἐλπίδα στὴ ζωὴ σφιχτὰ σὲ δένει ἀκόμα!
Τὶ βλάβει ἀνίσως καὶ ποτὲ γιὰ τ’ ἄξιο παλληκάρι
Κἀμμία ν’ ἀκούσῃς εἴδησι δὲν ἔλαβες τὴ χάρι;
Βουβὴ μηνύτρα συφορᾶς εἶναι τοῦ κάκου ἡ Φήμη,
Ὅσαις φοραῖς τὰ λόγια του σοῦ ἀντιλαλοῦν στὴ μνήμη.
«Μὴν, Εὐδοκιά μου, φοβηθῇς—τὴν ὥρα ’ποῦ τὰ ξένα
Σ’ ἀκαρτεροῦσαν, ἔλεγε—μὴ φοβηθῇς γιὰ μένα!
Ἐδῶ, βαθυὰ στὸ στῆθος μου, ’ποῦ τώρα, ἐνῷ σπαράζει,
Θρησκεία, Πατρίδα κ’ Ἔρωτας κάθε του χτύπο ἁγιάζει,
Λὲς κ’ ἕνα κἄποιο αἰσθανομαι Πνεῦμα κρυφὸ τοῦ Ὑψίστου
Ὁποῦ μοῦ στέρνει ἀπὸ ψηλὰ τὸν ἦχο τῆς φωνῆς του,
Καὶ λέει, καθὼς, ἀγάπη μου, σὲ ξεκινάω γιὰ πέρα,
’Πῶς ἔχω πάλε νὰ σὲ ἰδῶ, ’πῶς θὰ μὲ ἰδῇς μία ’μέρα.
Ἄν σὲ θωράω περίλυπος, ἀνίσως κλαίω καὶ βρέχω
Μὲ δάκρυα τοῦτο τὸ φιλὶ, φόβους ἐγὼ δὲν ἔχω.
Θλιμμένα, ἰδὲς, τὰ βλέμματα στὸ φῶς τοῦ ἡλίου γυρνοῦνε,
Ἐνῷ ἡ στερναῖς ἀχτίνες του τὸν κόσμο χαιρετοῦνε,
Δίχως ἀνθρώπου λογισμὸς τρόμου ὑποψία νὰ βάλῃ
’Πῶς αὔριο τ’ ἄστρο τῆς ζωῆς δὲ θὲ νὰ φέξῃ πάλι.
Ἔχε καὶ σὺ τὸ θάῤῥος μου! Μὴν, Εὐδοκιὰ, θελήσῃς
Μὲ τέτοια μαύρη ἀπελπισιὰ νὰ φύγῃς, νὰ μ’ ἀφήσῃς!
Τὸ Πνεῦμα, ’ποῦ κατάκαρδα προφητικὰ μοῦ κραίνει,
Σοῦ τάζει ’πῶς θὰ μείνωμε γιὰ ’λίγο χωρισμένοι.
Θὲ νὰ γυρίσῃς· θὰ σὲ ἰδῶ· τὸ λέω καὶ θ’ ἀληθέψῃ·
Ναί· σοῦ τ’ ὀρκίζομαι ’ς τὸ φῶς, ’ποῦ πάει νὰ βασιλέψῃ!»