Σελίδα:Ο όρκος (Μαροκοράς).pdf/8

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
= 6 =

Ἐλπίδα θεία, ’ποῦ ξέμακρα, σὲ βάσανα, σὲ πόνους,
Ἔκαμες πλάσματα ὡς αὐτὰ ν’ ἀντισταθοῦν τρεῖς χρόνους,
Γύρισε πάλε, ὢ γύρισε! Στοῦ καραβιοῦ τὴν πλώρη
Ἔλα, ἡ γυναῖκα νὰ σὲ ἰδῇ, τ’ ἀνήλικο κ’ ἡ κόρη,
Ὡς, μ’ ἕνα πράσινο κλαρὶ, ξανοίξανε μία ’μέρα
Τῆς κιβωτῶς οἱ κάτοικοι τὴν ἄσπρη περιστέρα!
Ἔλα! Στὸν ἴσκιο σου ἂς διαβοῦν τὸ νέο τῆς τύχης ῥέμμα,
Ψηλὰ, ψηλὰ κυττάζοντας μὲ θαῤῥεμένο βλέμμα·
Βάλε τὸ χέρι σου γλυκὰ στὰ πονεμένα στήθια,
’Ποῦ δὲ γυρεύουνε τῆς γῆς ἢ τ’ οὐρανοῦ βοήθεια,
Καὶ ἀπὸ τὸν κόρφο τῆς μητρὸς μὲς τοῦ παιδιοῦ τὸ στόμα,
Ἐλπίδα θεία, τὸ γάλα σου κάμε νὰ τρέξῃ ἀκόμα!

Ἐκεῖ, σὲ τόση ἀναισθησιὰ, ’ποῦ τοῦ θανάτου ’μοιάζει,
Μία κόρη μόνη ἀντίπερα μ’ ἀνησυχία κυττάζει·
Τοῦ μάκρου τὸ κατάστρωμα γοργὰ συχνομετράει,
Ἀναστενάζει, κάθεται, καὶ πάλε ὀρθὴ πηδάει·
«Γιατὶ, Χριστέ μου!—τὴν ἀκοῦς καὶ κλαίοντας μουρμουρίζει—
Μὲ τὰ φτερὰ τοῦ πόθου μου τὸ πλοῖο δὲν ἁρμενίζει;»
Θωρῶντας τέτοια ταραχὴ, φαντάζεσαι ’ποῦ ἡ μαύρη
Στὰ κρητικά της χώματα μάννα ἢ πατέρα θαὔρῃ·
—Δύστυχο τέκνο τῆς ἐρμιᾶς!—πρὶν φύγῃ ἐκεῖθε πέρα,
Τῆς εἶχε ἁρπάξῃ ὁ Θάνατος καὶ μάννα καὶ πατέρα·
Τοῦτος ἀτρόμητα, τυφλὰ, ’ς ἐχθροῦ μεγάλο πλῆθος
Ὡσὰν τὰ βόλια ἐχύθηκε, ’ποῦ τ’ ἄνοιξαν τὸ στῆθος·
Ἕνα φεγγάρι μεταβιᾶς δυνήθη νὰ ὑπομείνῃ
Τοῦ χωρισμοῦ του τὸν καϋμὸ, κ’ ἐπῆε στὸν ᾍδη ἐκείνη.