Σελίδα:Ο όρκος (Μαροκοράς).pdf/7

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
Ο ΟΡΚΟΣ
ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ


Μὲς τὸ γοργὸ πλεούμενο, ’ποῦ τὰ νερά σου τρέχει,
Τώρα ’ποῦ ἡ ξάστερη βραδειὰ κἀμμία πνοὴ δὲν ἔχει,
Νά ’ξερες, θάλασσα καλή, μὲ πόση τρικυμία
Χτυπάει ψυχαῖς ἀδύναταις νύχτα τυφλὴ καὶ κρύα!
Γυρνοῦν τὰ γυναικόπαιδα στὰ αἱματωμένα μέρη,
Ὅπου ὁ Σταυρὸς νικήθηκε τοῦ Τούρκου ἀπὸ τ’ ἀστέρι·
Στὰ κακοῤῥίζικα—γειὰ ἰδές!—παρηγοριὰ δὲ δίνει
Μήτε οὐρανοῦ χαμόγελο, μήτε πελάου γαλήνη·
Ἔχουν ἀκίνητα, στεγνά, ’ς ὅλη τὴ φύσι ξένα,
Στὴν ἄβυσσο τσ’ ἀπελπισιᾶς τὰ μάτια βυθισμένα,
Καί, ’σὰν ἀπάνου στ’ ἄπειρο κ’ ἔρμο στοιχεῖο θωροῦνε,
Τὴ μαύρη μοῖρα τους ἀργὰ λὲς καὶ ’ς αὐτὸ μετροῦνε.
Φοβᾶτ’ ὁ ναύκληρος νὰ ’πῇ, ’πῶς αὔριο τὸ καράβι
Θ’ ἀράξῃ στὴν πατρίδα τους. Κ’ ἔχουν πατρίδα οἱ σκλάβοι!