Σελίδα:Ο όρκος (Μαροκοράς).pdf/10

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
= 8 =

Τὰ μαῦρα μάτια, ’π’ ἄστραφταν, ἡ κόμη, ’ποῦ τ’ ἀέρι
Στὸ μέτωπό του ἀνάδευε, τ’ ἀσηκωμένο χέρι,
Ὁ ἥλιος, ’ποῦ τὴν ὤμορφη θωριά του ἀχτινοβόλα,
Τὰ μοσχολίβανα τῆς γῆς, ἡ ὥρα, ὁ τόπος, ὅλα
Τὸ νοῦ τῆς κόρης ἔφεραν νὰ κρίνῃ ’πῶς ἀλήθεια
Φώτισι θεία κατέβηκε στ’ ἀγαπημένα στήθια.
Πιστεύοντάς το, πάει μακρυὰ, καὶ μὲ τὴν ἴδια πίστι,
Ὁποῦ σὲ χίλιαις δοκιμαῖς ποτὲ δὲν ἐκλονίστη,
Πάλε τοῦ μαύρου της νησιοῦ τώρα τὸ κῦμα σχίζει·
Ἀλλ’ ἄχ! νὰ γύρῃ ἐπάντεχε καθὼς ἡ ἀθλία γυρίζει;
Ἀπὸ τὴν ἔρμη ξενιτειὰ ποτέ της δὲν ἐθώρα
Μὲ τῆς ψυχῆς τὰ βλέμματα τοῦ γυρισμοῦ τὴν ὥρα,
Δίχως ἐλεύθερη μαζῆ στὸ νοῦ της νὰ προβάλῃ
Ἡ Κρήτη, ’ποῦ τῆς ἄνοιγε τὴ μητρικὴν ἀγκάλη.
Ὄνειρο θεῖο! Γοργότατα, ’σὰν ἕνα χελιδόνι,
Ἐκεῖ χαιρότουν τὰ φτερὰ τῆς φαντασίας ν’ ἁπλώνῃ·
Ἀπὸ μίαν ἄκρη τοῦ νησιοῦ στὴν ἄλλην ἄκρη πέρα
Νὰ πνέῃ μὲ δεῖψα λαίμαργη τὸν καθαρὸν ἀέρα,
Ὅπου τῆς μάχης ἡ κραυγαῖς εἶχαν σβυστεῖ, καί, ὡς πρῶτα,
Μίαν αὖρα δὲν ἐμόλευαν τ’ Ἀγαρηνοῦ τὰ χνότα.
Καί, ποιός, καὶ ποιὸς τὴν ἔκαμε νὰ ῥοβολήσῃ κάτου
Ἀπ’ τὸ χρυσό της ὄνειρο στὴ νύχτα τοῦ θανάτου;
Χαρᾶς ἀπάντεχη φωνή, τρομαχτικὰ συρμένη
Ἀπὸ τὴ μαύρη Κόλασι, λὲς κ’ εἶπε στὴ θλιμμένη—
«Ἔπεσε ἡ Κρήτη! μὲ τὸ νοῦ πλατυὰ μὴν ἀρμενίσῃς·
Ἐκεῖθε σκλάβα ἐμίσεψες καὶ σκλάβα θὰ γυρίσῃς!»
’Σὰν τὸ πουλάκι, ποῦ μὲ μιᾶς θανατερὸ μολύβι
Τὴν ἁπλωτὴ φτεροῦγα του σκληρὰ κατασυντρίβει,
Κεραυνωμένη στὰ ψηλὰ κ’ ἡ ἐλεύθερη ψυχή της
Ἔπεσε ξάφνου, ἀκούοντας τὴ συφορὰ τῆς Κρήτης.