Σελίδα:Ο Κόδρος.djvu/35

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
29

Τὸ μὲν ὀχύρωμα τὸ δεικνύον
τὸ μέτωπόν του πρὸς τὸν βορρᾶν
φρουρεῖ ἀτρόμητος ὁ Λυκείων,
διέπων φάλαγγα φοβεράν.
Σιδηροσκέπαστος, ἀνεμόπους,
ὡρᾶτο θαῦμα εἰς τοὺς ἀνθρώπους.
Εἴς τινα, λέγουν, πολιορκίαν
δόρυ του θραύσας πολεμικὸν
στερρὰν ἠρείπωσʾ εὐθὺς οἰκίαν
διὰ νὰ λάβῃ μίαν δοκόν.

Τὰς δὲ ἐπάλξεις, αἵτινες νεύουν
πρὸς χρυσοξάνθους ἀνατολάς,
χαλκοβραχίονες προστατεύουν,
μʾ ἄλλας ἑξήκοντα κεφαλάς,
ὁ Πολυδέρκης σὺν τῷ Προμένει,
ὅπως ὁ Ἄρης εὐωπλισμένοι.
Ἀφοῦ συνέβη νὰ γνωρισθῶσι,
δὲν ἐχωρίσθησαν οὐδαμοῦ,
κʾ ἐν τοῖς πολέμοις κʾ ἐν τοῖς ἀγῶσι
καὶ εἰς τὸν ᾍδην ἦλθον ὁμοῦ.