Βαρκοῦλες, οἱ ἔγνοιες κυματοῦσες
θάλασσες καὶ μᾶς τριγυρνᾶν.
(Δουλεῦτρες ἀσπρομαντυλοῦσες
ἀπὸ τὸν κάματο γυρνᾶν. )
Οἱ πίκρες, ὀχεντρομαλλοῦσες
ἔμπουσες, καὶ σκληρὰ χτυπᾶν.
(Δουλεῦτρες ἀσπρομαντυλοῦσες
φῶς ἱλαρότατο σκορπᾶν.)
Μπλάβες ξωθιὲς χρυσοματοῦσες
οἱ ἀγάπες καὶ μᾶς τυραγνᾶν.
(Δουλεῦτρες ἀσπρομαντυλοῦσες
κρασὶ γλυκόπιοτο κερνᾶν.)
Τὰ δειλινά, ἡλιοκόρες ροῦσες,
τὰ σβοῦν μαχαίρια βραδιανά.
(Δουλεῦτρες ἀσπρομαντυλοῦσες,
κοπάδι πρόσχαρο περνᾷ.)
Γλυκοαίματες, γλυκολαλοῦσες
ἡ ὥρα κι ἂς κλαίει, καὶ ἡ καρδιά,
δουλεῦτρες ἀσπρομαντυλοῦσες,
βαρειὰ κι ἂς εἶναι. Ξαστεριά.
24 TOY AYΓΟΥΣΤΟΥ 1913.
Ξύπνησα καὶ πῆγα
νὰ χαρῶ νὰ βρῶ
τῆς αὐγῆς τὸ ρῆγα
καὶ τὸ θησαυρό,
σὰ σὲ πανηγύρι,
στὸν ἀφρὸ οὐρανὸ
τοὐρανοῦ τὸν κύρη,
τὸν αὐγερινό.
Πρώτη φορὰ τάχα
σὰ νὰ τὴ θωροῦσα
τὴ ροδογελοῦσα,
τάχα δὲν ξανά ’χα