Σελίδα:Νέα Ζωή Τεύχος 37 (β).djvu/3

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα δεν έχει ελεγχθεί ακόμη για πιθανά λάθη.
ΓΡΑΜΜΑΤΑ - ΤΕΧΝΑΙ - ΕΠΙΣΤΗΜΑΙ

Η ΕΥΦΥΪΑ ΤΩΝ ΑΝΘΕΩΝ, ὑπὸ Μαυρικίου Μαιτερλίγκ. — Ἡ ἐνέργεια καὶ ἡ πρόνοια τὴν ὁποίαν τὰ φυτὰ ἀναπτύσσουν διὰ τὴν ὑπεράσπισιν τῆς ζωῆς των, ἡ εὐφυΐα τὴν ὁποίαν δεικνύουν εἰς τὴν διάδοσιν τοῦ εἴδους των, εἶναι ἐφάμιλλοι ὡς πρὸς τὴν μεθοδικότητα, τὴν ἀκρίβειαν, καὶ τὴν τελειότητα τῶν ἀποτελεσμάτων, τῆς τέχνης καὶ τῆς εὐφυΐας τοῦ ἀνθρώπου. Αὐτὸ ἀκριβῶς θέλει νὰ δείξῃ ὁ συγγραφεύς τοῦ δοκιμίου τούτου, ἀναφέρων πολὺ γνωστὰ παραδείγματα. Μᾶς ἀναφέρει φέρ’ εἰπεῖν τὰς θαυμασίας προσπαθείας τὰς ὁποίας καταβάλλει κάθε ἄνθος διὰ νὰ κορέσῃ τὴν πρὸς τὸ «φῶς δίψαν» του, τὰ ἐμπόδια τὰ ὁποῖα ὑπερνικᾷ διὰ νὰ ἀναλάβῃ τὴν αὔξησίν του ἐστραμμένον πάντοτε πρὸς τὸν ἥλιον. Ἐξετάζει τὸ ἀκόμη ἐκπληκτώτερον γεγονὸς, τὴν μεταφορὰν τῶν σπερμάτων.

Ἐὰν τὰ φυτὰ ἦσαν ὑποχρεωμένα νὰ αὐξηθῶσι πλησίον ἐκείνων ἀπὸ τὰ ὁποῖα ἐβλάστησαν θὰ ἐχάνοντο πνιγόμενα ὑπὸ τὴν προγονικὴν σκιὰν ἢ εἰς τὴν πάλην ἐναντίον τῶν ἀπειραρίθμων ἀδελφῶν των. Δι’ αὐτὸν τὸν λόγον ἐφευρίσκουν πλῆθος μεθόδων παραδόξων διὰ νὰ μεταφέρουν τὰ σπέρματα εἰς ἀποστάσεις μακρυνάς. Ἐξευρίσκουν μηχανισμοὺς καταλλήλους διὰ νὰ τὰ ρίπτουν μακρὰν ἢ ἀεροστατικὰ μηχανήματα, ὡς ἕλικας, πτερύγια, ἀλεξίπτωτα, καταλλήλως προσηρμοσμένα εἰς αὐτὰ ταῦτα τὰ σπέρματα.

Ὅλα ὅμως αὐτὰ εἶνε σχεδὸν τίποτε παραβαλλόμενα πρὸς τὴν ζέσιν τὴν πραγματικῶς λεπτὴν καὶ συγκινητικὴν τὴν ὁποίαν δεικνύουσι διὰ νὰ συναντηθοῦν κατὰ τὴν ἐποχὴν τοῦ πολλαπλασιασμοῦ τὰ ἄνθη καὶ τῶν δύο φύλων. Ὁ Μαιτερλίγκ τονίζει τὰ ἐκπληκτικὰ τεχνάσματα διὰ τῶν ὁποίων τὰ ἄνθη ἑλκύουν τὰ ἔντομα καὶ τὰ ὑποχρεώνουν νὰ συνεργασθοῦν εἰς τὴν μεταφορὰν τῆς γύρεως. Εἰς τοὺς κάλυκας μερικῶν ἀνθέων ὑπάρχουσι μηχανήματα πολὺ λεπτοφυῆ καὶ περίπλοκα τὰ ὁποῖα σκοπὸν ἔχουν, καθ’ ἥν στιγμὴν τὸ ἔντομον ἐγγίζει τὸ ποθητὸν νέκταρ νὰ ἐπιχύσουν τὴν γῦριν εἰς τὰ μέλη τοῦ σώματος του, τὰ ὁποῖα θὰ εὑρεθοῦν εἰς ἐπαφὴν μὲ τὸν ὕπερον ἄλλου τινὸς ἄνθους. Εἰς τὴν τοιαύτην τελειότητα τῆς τέχνης ὁ συγγραφεὺς διαβλέπει μίμησιν τῆς αἰσθητικῆς καὶ τῆς εὐφυΐας τοῦ ἀνθρώπου, ἢ καλλίτερα ὅπως ὁ ἴδιος λέγει «ὁμοιότητα τῆς εὐφυΐας τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸ πνεῦμα τῆς φύσεως.»

Αἱ χρησιμώτεραι ἀνακαλύψεις διὰ τὰς ὁποίας ὑπερηφανεύεται ὁ ἄνθρωπος, ἔχουν ἤδη πραγματοποιηθῇ πρὸ αὐτοῦ εἰς τὴν ὕλην ἑνὸς ἁπλοῦ ἄνθους. Αὐτὰς τὰς σκέψεις αἱ ὁποῖαι φέρουν τὸ ἀποτύπωμα τοῦ πανθεϊστικοῦ ἐκείνου αἰσθήματος τῆς παγκοσμίου ζωῆς, ὑπὸ τοῦ ὁποίου τόσον εὔκολα συγκινοῦνται οἱ ποιηταὶ, ὁ Μαιτερλὶγκ τὰς ἰδιοποιεῖται διὰ τῆς τέχνης μὲ τὴν ὁποίαν συμπλησιάζει πρὸς τὰς ἀνθρωπίνους πράξεις τὰς ἐξ ἐνστίκτου τῶν φυτῶν, διὰ τῆς βαθείας ἀντιλήψεως τῶν τάσεων τῶν σκοτεινῶν αὐτῶν ψυχῶν, διὰ τῆς πραγματικῆς συγκινήσεως τὴν ὁποίαν μᾶς μεταδίδει, καὶ τὸ ἐνδιαφέρον τὸ ὁποῖον μᾶς κινεῖ μὲ τοὺς ἔρωτάς των, τὰς προσπαθείας των, τὴν γαλήνιον ζωϊκότητά των. Τὸ ἀκόλουθον ἀπόσπασμα θὰ μᾶς δώση δεῖγμα αὐτοῦ τοῦ εἴδους τῆς ποιήσεως.

«Μεταξὺ τῶν ἐντυπώσεων ἐκείνων αἱ ὁποῖαι, χωρὶς νὰ τὸ ἠξεύρομεν, ἀποτελοῦν τὴν βάσιν τῆς εὐτυχίας καὶ τῆς ὑπάρξεώς μας, ποῖος ἀπὸ ἡμᾶς δὲν διατηρεῖ τὴν ἀνάμνησιν μερικῶν ὡραίων δένδρων; Ὅταν περάση κανεὶς τὸ μέσον τῆς ζωῆς. ὅταν φθάσῃ εἰς τὸ τέρμα τῆς περιόδου τοῦ θαυμασμοῦ ἀφοῦ ἐξαντλήσῃ ὅλα τὰ θεάματα τὰ ὁποῖα ἠμποροῦν νὰ τοῦ παράσχουν ἡ τέχνη, τὸ πνεῦμα καὶ ἡ πολυτέλεια τῶν αἰώνων καὶ τῶν ἀνθρώπων, ἀφοῦ δοκιμάσῃ καὶ συγκρίνῃ πολλὰ πράγματα ἐπανέρχεται εἰς μερικὰς πολὺ ἁπλᾶς ἀναμνήσεις. Αὗται μᾶς ἀνεγείρουν εἰς τὸν αἴθριον ὁρίζοντα δύο ἢ τρεῖς ἀθῴας εἰκόνας ἀμεταβλήτους καὶ δροσερὰς, τὰς ὁποίας θὰ ἤθελε κανεὶς νὰ πάρῃ μαζί του εἰς τὸν τελευταῖον ὕπνον, ἐὰν ᾖναι ἀλήθεια πῶς μία εἰκὼν ἠμπορεῖ νὰ περάση τὸ κατώφλιον τὸ ὁποῖον χωρίζει τοὺς δύο κόσμους μας.

Ὅσον δι’ ἐμέ, δὲν φαντάζομαι παράδεισον, οὔτε ζωήν πέραν τοῦ τάφου ὅσον ὡραία καὶ ἂν ἦναι αὕτη, ὅπου δὲν θὰ ἦτο εἰς τὴν θέσιν της μία μεγαλοπρεπὴς ὀξυὰ τῆς Sainte-Baume, μία κυπάρισσος ἢ μία πεύκη τῆς Φλωρεντίας ἢ ἑνὸς ταπεινοῦ ἐρημητηρίου γειτονικοῦ τοῦ σπητιοῦ μου, αἱ ὁποῖαι δίδουν εἰς τὸν διαβάτην ὑπόδειγμα ὅλων τῶν μεγάλων κινήσεων τῆς ἀπαιτουμένης ἀντοχῆς, τοῦ ἡρέμου θάρρους, τῆς ὁρμῆς, τῆς σοβαρότητος, τῆς ἀθορύβου νίκης καὶ τῆς ἐπιμονῆς».

Ο CH. GÉNIAUX ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΑΡΑΒΙΚΩΝ ΟΙΚΙΩΝ. — Εἰς μίαν αἰσθητικὴν μελέτην ἐπὶ τῶν Ἀραβικῶν οἰκιῶν δημοσιευθεῖσαν εἰς τὴν «Κυανῆν Ἐπιθεώρησιν» τῆς 7 Σεπτεμβρίου ὁ ἀρθρογράφος κ. Ch. Géniaux περιγράφων μὲ μεγάλην λεπτομέρειαν καὶ μὲ δυνατὴν παρατηρητικότητα τὴν Ἀραβικὴν οἰκίαν τὴν οἰκτείρει καὶ διὰ τὸ ἀφιλόκαλον καὶ διὰ τὸ ἀνθυγιεινὸν αὐτῆς.

Ἀπὸ τὴν θαυμασίαν αὐτὴν περιγραφὴν παραλαμβάνομεν μερικὰ ἀποσπάσματα: «Ἐν ᾧ οἱ ἀρχιτέκτονες μας, λέγει, ἀνοίγουν, ὅσον ἠμποροῦν περισσότερον, εἰς τὰς σημερινὰς οἰκοδομὰς πλατύτερα παράθυρα, ὡσὰν γουρλωμένα μάτια, διὰ νὰ εἰσέρχεται ὁ ἀὴρ καὶ ὁ ἥλιος, οἱ Ἄραβες ἀπεναντίας κτίζουν σπήτια ἐντελῶς τυφλά. Καμμία ὕελος παραθύρου δὲν λάμπει εἰς τοὺς λευκοὺς τοίχους των. Τὰ οἰκήματα αὐτὰ κατὰ τὸ ὑπόδειγμα τῆς περιωνύμου Κάσμπαχ τῆς Μέκκας, φαίνονται ὅτι εἶνε πάντοτε σκεπασμένα ἀπὸ πέπλον. Καὶ βέβαια αἱ μουσουλμανικαὶ κατοικίαι δὲν θὰ εἶχαν ποτὲ τὸ δικαίωμα νὰ ἐπιδεικνύουν τὸ πρόσωπον τους εἰς τοὺς ἀνθρώπους, ἀφοῦ ἄλλως τε καὶ αἱ γυναῖκες των εἶνε προφυλαγμέναι ἀπὸ τὰ ἀδιάκριτα βλέμματα τῶν ἀνθρώπων!!»