Σελίδα:Νέα Ζωή Τεύχος 37 (α).djvu/7

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα δεν έχει ελεγχθεί ακόμη για πιθανά λάθη.

ἀποδίωξίν του. Τινὰ τῶν μέσων τούτων εἶνε περίεργα, ὡς λόγου χάριν, τὸ ν’ ἀριθμήσῃς, καθὰ συνιστᾷ ἀρχαῖος μοναχὸς, ἀπὸ τοῦ ἑνὸς μέχρι τῆς χιλιάδος· ἢ τὸ νὰ μετρήσῃς τὰς γραμμὰς ἢ τὰ σχήματα τῶν τοιχογραφιῶν τοῦ δωματίου· ἢ νὰ εὕρῃς πόσα ἐξ ἑκάστου τῶν φωνηέντων περιλαμβάνονται εἰς φράσιν τινὰ ἢ χωρίον συγγραφέως, ὅπερ γνωρίζεις ἐκ μνήμης, ὅπως συνιστῶσιν ἄλλοι· ἢ νὰ ἐπαναλάβῃς ὀγδοηκοντάκις τὸν φθόγγον οὔμ, καθὰ ὁρίζουσιν οἱ Βέδαι, τὰ ἱερὰ βιβλία τῶν Ἰνδῶν· ἢ ν’ ἀπαγγείλῃς τοὺς ἑπτὰ ψαλμοὺς τῆς μετανοίας, ὡς προτρέπει ὁ Grandgousier τὸν Γαργαντούαν τοῦ Ραμπελαί. Ἐὰν θέλῃς, δύνασαι νὰ καταφύγῃς καὶ εἰς ἄλλα μέσα ἐπιστημονικώτερα, ὅπως τὸ ἀναπνέειν ἰσχυρῶς καὶ βαθέως, ἢ τὸ πιέζειν διὰ τῶν βαθμίδων τὴν καρωτίδα, ἢ νὰ ἐφαρμόσῃς τὸ συνιστώμενον ὑπὸ τοῦ διασήμου ἰατροῦ Βοεραβίου, ὅστις ἐτοποθέτει παρὰ τὴν κλίνην γυναικὸς πασχούσης ἐξ ἀϋπνίας ὑδρορρόην, διατεινόμενος ὅτι ὁ κρότος τῶν σταλαγμῶν ἦτο ἱκανὸς νὰ ἐπιφέρῃ εἰς αὐτὴν τὸν ποθητὸν ὕπνον. Ἀλλ’ εἴτε διότι ἀποκάμνεις, εἴτε διότι δὲν εἶνε εὔκολον νὰ θέσῃς αὐτὰ εἰς ἐφαρμογὴν — ἀφοῦ ἄλλως τε τὰ διάφορα ταῦτα πειράματα θὰ ἦσαν ἱκανὰ ν’ ἀπασχολήσωσι μέγα μέρος τῶν νυκτερινῶν ὡρῶν — ἀπελπίζεσαι ἐν τέλει, ὁμολογεῖς τὴν ἧττάν σου καὶ ἐγκαρτερῶν παραδίδεσαι εἰς τὸν ἐχθρόν σου, ὅπως ὁ κατάδικος ἐπὶ τοῦ ἰκριώματος εἰς τὸν ἄτεγκτον ἐκτελεστὴν τοῦ νόμου.

Ἡ νὺξ σὲ περιβάλλει ἀπειλητικὴ μὲ τὸν ζόφον της, μὲ τὸ μυστήριόν της καὶ μὲ τὴν σιγήν της. Ἐπειδὴ ὑποτίθεται ὅτι κατοικεῖς μακρὰν ὁπωσοῦν τοῦ κέντρου τῆς πόλεως, ἔνθα κατὰ τὰς νυκτερινὰς ὥρας συρρέει ἡ ζωή αὐτῆς καὶ σφύζει καὶ τυρβάζεται συνεχίζουσα τὸν ποικιλόμορφον βίον τῆς ἡμέρας, ἐκεῖ ὅπου εἰς τὰ περίφωτα ζυθοπωλεῖα καὶ τὰ γαλακτοπωλεῖα καὶ τὰ ᾡδικὰ καφενεῖα συνωστίζεται ἡ φιλοτάραχος καὶ φιλήδονος καὶ ἀμέριμνος νεότης καθὼς καὶ οἱ δυστυχεῖς παρήλικες ὅσους τὸ ἰδιαίτερον ἐπάγγελμα ἐξαναγκάζει ν’ ἀγρυπνῶσι τὴν νύκτα, συναγελαζόμενοι μετὰ φαυλοβίων, χαρτοπαικτῶν καὶ ἄλλων ὑπόπτου ἠθικῆς ἀτόμων, νυκτοχαρῶν ὥσπερ θῴων καὶ μετ’ ἀδιορθώτων ξενύχτηδων, οἵτινες ἐκ πονηρᾶς ἕξεως ἀναστρέφουσι τοὺς ὅρους τῆς συνήθους τῶν ἀνθρώπων διαίτης. Ὑποτίθεται δὲ ἀκόμη ὅτι δὲν εἶνε ἡ νὺξ ἡ θερινὴ, ἡ ἀπαράμιλλος ἀττικὴ νὺξ, μὲ τὸ κάλλος της, μὲ τὴν δρόσον της, μὲ τὸ γλυκὺ ἔναστρόν της στερέωμα, μὲ τὴν τελείαν ξηρότητα τῆς εὐεργετικῆς ἀτμοσφαίρας, ἡ νὺξ ἥτις μὲ τὴν διαρκῆ αὐτῆς κίνησιν, μὲ τὰς τέρψεις καὶ τὰ θεάματα αὐτῆς ἀνακουφίζει τοὺς Ἀθηναίους ἀπὸ τῶν ὀχληρῶν μόχθων καὶ τοῦ καύσωνος τῆς ἡμέρας καὶ τοὺς κρατεῖ ὅσον τὸ δυνατὸν περισσότερον εἰς τὴν ἡδονικὴν ἀπόλαυσιν τοῦ ὑπαίθρου, μακρὰν τοῦ πνιγηροῦ κοιτῶνος. Δὲν εἶνε ἡ νὺξ ἡ μαγευτικῶς σεληνοφώτιστος ἡ ἐπιβάλλουσα εἰς ρομαντικοὺς καὶ μὴ τὴν νυκτερινὴν περιπλάνησιν, καθὰ κελεύει τὸ γνωστὸν δημῶδες δίστιχον:

Ὅποιος δὲν ἐπερπάτησε τὴ νύκτα μὲ φεγγάρι
Καὶ τὴν αὐγὴ μὲ τὴ δροσιὰ τὸν κόσμον δὲν ἐχάρη.

Δὲν εἶνε ἡ νὺξ ἡ παρερχομένη ὡς εὐφρόσυνον ὄναρ, τῆς ὁποίας τὴν συγκεκερασμένην ἐκ τόσων φώτων σκιαύγειαν ἀποδιώκει ταχέως τὸ ἀνυπόμονον τῆς Ἠοῦς φάος. Εἶνε τὸ ἀντίθετον αὐτῆς, ἡ νὺξ ἡ φθινοπωρινὴ ἡ ἡ ἀτέρμων χειμερινὴ, τὴν ὁποίαν ἐπόθει ὁ ἡδυπαθὴς ποιητὴς τοῦ δημοτικοῦ ᾄσματος.

Νὰ σ’ εἶχα στὴν ἀγκάλη μου τρεῖς μέραις καὶ τρεῖς νύχτες
Καὶ νἆν’ ᾑ μέραις τοῦ Μαγιοῦ κ’ ᾑ νύκτες τοῦ Γενάρη.

Εἶνε ἡ νὺξ ἥτις κατετρόμαζε τὸν Στρεψιάδην τῶν Νεφελῶν:

Ἰοὺ, ἰού!...
Ὦ Ζεῦ βασιλεῦ, τὸ χρῆμα τῶν νυκτῶν ὅσον
ἀπέραντον! οὐδέποθ’ ἡμέρα γενήσεται;

Εἶνε ἡ νὺξ ἡ ὁμοιάζουσα μὲ τὴν αἰωνίαν νύκτα τῆς ἀνυπαρξίας ἥτις μᾶς ἀναμένει, κατὰ τοὺς στίχους τοῦ Κατούλου:

Soles occidere et redire possunt
Nobis quem semel occidit brevis lux,
Nox est perpetua una dormienda

οἵτινες ἐν παλαιᾷ, ἐλευθέρᾳ καὶ ἄνευ ἀξιώσεων μεταφράσει ἀπεδόθησαν παρ’ ἐμοῦ ἄλλοτε ὡς ἑξῆς:

Ὁ ἥλιος ὁποῦ χάνεται ἀπὸ βραδὺς στὴ δύσι.
Ὀπίσω πάλι τὴν αὐγὴ λαμπρὸς θὲ νὰ γυρίσῃ.
Μὰ τὸ δικό μας λίγο φῶς σὰν σβύσῃ καὶ περάσῃ,
Νύχτα βαθειὰ κι’ ἀτέλειωτη εὐθὺς θὰ μᾶς σκεπάσῃ.