Σελίδα:Μελέτη 10 (1912).djvu/3

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
ΤΑ ΝΗΣΙΑ ΤΟΥ ΑΙΓΑΙΟΥ




Φιλάκια ἀπ’ τὴν Ἀνατολὴ μᾶς ἔφερε τ’ ἀγέρι
καὶ τὰ φιλάκια ἐφτέρωσαν — φιλὶ καὶ περιστέρι·
κι’ ἅπλωσεν ἡ Μαννοῦλά μας φιλόστοργη τὰ χέρια
κι’ ἀγκάλιασεν ὅσα νησιὰ τόσα καὶ περιστέρια.

—Ἐγὼ θὰ στήσω γιὰ ὅλα σας χρυσὸ περιστεριῶνα
ψηλὰ σὲ μιὰ θεόρατη κι’ ἀπόκορφη κολῶνα,
νὰ μὴ φοβᾶστε κυνηγό, νὰ μὴ σᾶς πιάνουν δίχτυα.
Ὤ! δὲν τὰ λησμονῶ ποτὲ τὰ δάκρυα, τὰ ξενύχτια
ὅσο σᾶς ἔννοιωθα ἡ φτωχὴ μέσα σὲ χέρια ξένα·
τί λέω σὲ χέρια; στὰ κλουβιὰ τὰ σιδεροπλεγμένα
ποῦ τὰ φτεροκοπούσατε μὲ τρομαγμένα μάτια
μαδῶντας τὴς φτεροῦγες σας στ’ ἀσύντριφτα πλεμμάτια.
Κ’ ἐγὼ πονοῦσα κ’ ἔκλαιγα κ’ ἔλεγα μοναχή μου:
—Δὲν θὰ βρεθῇ ἕνας δράκοντας νὰ πάρῃ ἀπ’ τὴν ψυχή μου
τὸν πόθο καὶ τὸν πόνο της νὰ διπλοδυναμώσῃ,
νὰ πάῃ ἐκεῖ ποῦ καρτεροῦν πόνοι καὶ πόθοι τόσοι;
Καὶ βρέθηκεν ὁ δράκοντας κι’ ἀπ’ τὴν ψυχή μου ἐπῆρε
τὸν πόθο καὶ τὸν πόνο της, καὶ τοῦ εἶπα τότε: σῦρε.
Κ’ ἦρθε, τὸ κῦμα σχίζοντας τοῦ Αἰγαίου μὲ τὴν ὁρμή του
κ’ ἦταν καπνὸς ἡ ἀνάσα του καὶ φλόγα ἡ δύναμί του·
κ’ ἦρθε γοργὰ κ’ ἐσύντριψε τ’ ἀσύντριφτα τ’ ἀτσάλια...

Ἀκούω πλατάγισμα φτερῶν ἢ φλοῖσβο ἀπ’ ἀκρογιάλια;

ΙΩΑΝΝΗΣ ΠΟΛΕΜΗΣ