Σελίδα:Λόγια της πλώρης (1924).djvu/96

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
94Λόγια τῆς πλώρης

Πάτησε τέλος στὴ σκάλα, κλείσανε καλὰ τὸ φεγγίτη κι’ ὁ Πέτρος Ραφαλιᾶς ἀγνώριστος, ἀσούσουμος, ἅπλωσε ἀπάνω στὰ νερὰ σὰν ν’ ἅπλωνε στὰ βαμπάκια. Ἀμέσως φοῦσκες πρασινόγλαυκες πήδησαν μία κατόπιν τῆς ἄλλης, λὲς καὶ νεράϊδα κάτω ἔπαιζε κρυσταλλένα πεντόβολα. Τέλος δεντρὶ ψήλωσε σὰν κυπαρίσσι λυγερό, συμμαζωχτό, μὲ συντεφένιες χάντρες κινούμενες ἀπὸ τὴ ρίζα ὥς τὴν κορφή. Ὁ πατέρας σου στάθηκε στὸν πάτο σὰν νὰ μπῆκε σπίτι του. Γύρισε τὰ μάτια ζερβόδεξα κι’ ἀναγάλλιασε. Ὁ γεωργὸς ἔτσι δὲ χαίρεται ποῦ βλέπει πολύκαρπο τὸ χωράφι του. Τόρα, συλλογιέται, θὰ ψαρέψω γιὰ καλά. Ὄχι τὸ δίχτυ μου, μὰ κι’ ἀπόχη θὰ γεμίσω! Καὶ ἀρχίζει τὸ θέρισμα.

Ἀπάνω, μαῦρο σύγνεφο τοῦ καϊκιοῦ ἡ καρίνα. Ὁλόγυρα τὸ νερὸ πηχτό, σταχτοπράσινο σὰν θαμπὸ κρύσταλλο, τὸν ψηλαφοῦσε ἀπὸ παντοῦ, τὸν ἔδενε σὲ μεταξένια βρόχια καὶ σύγκαιρα τοῦ ἔδειχνε χιλιόμορφο κόσμο. Ἀναγέλες τὰ ψάρια χρυσόφτερα, ἀσημωμένα, διάβαιναν ὁλόγυρά του μὲ φουσκωμένα τὰ λαιμά, τὰ σπάραχνα κατακόκκινα, ψιλὸ μαργαριτάρι τὰ δόντια στὶς δυνατὲς σαγωνίτσες τους, τιμόνι τὴν ψαλιδωτὴ οὐρὰ τους. Πολλὰ ἔπεφταν ἀπάνω του, τυφλὰ προσόχτιζαν σὰν ἀκυβέρνητα ξύλα στὴν περικεφαλαία του· ἄλλα διάβαιναν σαγῖτες ἀργυρὲς ἀπὸ τὰ σκέλια του.

Κάτω φυκοστρωμένος ὁ βυθός, ἄνοιγε πλατὺς καὶ μαλακὸς σὰ βελοῦδο. Ἐδῶ ἀκαλῆφες βαθυγάλαζες ἔβγαιναν ἀπὸ τὴν ἀμμουδιά· ἄλλες ἀνοιχτὲς σὰν κοῦπες καὶ σὰν ἀρχαῖα κύπελλα· μερικὲς σὰν κρίνα