Σελίδα:Λόγια της πλώρης (1924).djvu/89

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
Οἱ σφουγγαράδες87

καὶ συχνὰ παράβγαινε μὲ τοὺς Καλυμνιῶτες. Κι’ ὁ πατέρας μου ἤξερα πῶς ἔκανε τὴν ἴδια τέχνη, ὡς τὴ χρονιὰ ποῦ χάθηκε ὁ ἀδερφός του.

— Δὲ μοῦ λὲς μάννα· τῆς λέω τὸ βράδυ ποῦ γύρισα στὸ σπίτι, θυμωμένος ἀπὸ τὰ πειράγματα τῶν συντρόφων μου. Γιατὶ ὁ πατέρας μου ἄφησε τέτοια εὐκὴ στὰ παιδιά του;

— Νὰ σοῦ εἰπῶ ἀπάντησε ἡ γριὰ πρόθυμη· νὰ σοῦ εἰπῶ ἀμέσως. Καὶ τήραξε νὰ τὸ φυλάξῃς καλὰ στὸ νοῦ σου. Ἐγὼ δὲ θὰ εἶμαι πάντα δίπλα σου νὰ σὲ μποδίζω. Μὰ τὴ χειρότερη δυστυχία νὰ βρῇς σφουγγαρᾶς νὰ μὴ γένῃς.

Ἐσὺ δὲν τοὺς πρόφτασες τοὺς Ραφαλιάδες, τῆς Ὕδρας, δυὸ στοιχειὰ καὶ δυὸ λαχτάρες τῆς θάλασσας. Καὶ ὅμως ὁ μικρότερος, ὁ Πέτρος Ραφαλιᾶς, ἦταν πατέρας σου· κι’ ὁ μεγαλείτερος ὁ Νικολός, ἦταν ἀρρεβωνιαστικός μου. Θὰ εἰπῇς πῶς γίνεται; Νὰ ποῦ ἔγινε. Οἱ δυὸ μαζὶ μεγαλόκορμοι, χεροδύναμοι, ἄτρομοι, λέγονταν οἱ καλήτεροι βουτηχτάδες τοῦ νησιοῦ μας. Κάθε ἔμπορος διπλῆ-τριπλῆ τοὺς ἔδινε τὴν προκαταβολή, γιὰ νὰ τοὺς πάρῃ στὴ δούλεψή του. Αὐτοὶ ὅμως εἶχαν τὸν Καλέμη καὶ δὲν τὸν ἄλλαζαν ποτέ. Μὰ κείνη τὴ χρονιὰ ἡ ἁμαρτία τὸ ἤφερε νὰ χωρίσουν. Ὁ πατέρας σου μπῆκε σὲ μιὰ Αἰγινήτικη μηχανή. Ὁ ἀρρεβωνιαστικός μου ἔμεινε μὲ τὸν Καλέμη. Μόλις πῆρε τὴν προκαταβολή, ἔτρεξε κοντά μου.

— Πάρτα, Χρυσούλα, μοῦ λέει καὶ φύλαξέ τα κόμπο. Ἂν γυρίσω πίσω, νὰ κάνουμε τὸ γάμο καὶ ν’ ἀνοίξουμε τὸ σπίτι. Ἂν μὲ κρατήσῃ ἄντρα της