Σελίδα:Λόγια της πλώρης (1924).djvu/88

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
86Λόγια τῆς πλώρης

γαλέμπορο. Πῆραν τὰ λεφτὰ μὲ τὴ συμφωνία νὰ τοὺς κατεβάσῃ μὲ παιγνίδια στὸ καράβι, ὅταν θὰ μπαρκάρουν. Μὲ μέθυσε ἡ κακὴ παρακίνηση, πῆγα μαζί τους. Ὁ μεγαλέμπορος μοῦ μέτρησε δυὸ «ἄγκουρες» κ’ ἕναν «παπποῦ»· μοῦ ἔδωκε ἀκόμη καὶ «νὶ φεοὺκ» γιὰ τρατάρισμα. Ὅλα μαζὶ χίλιες ἑκατὸν εἰκοσιπέντε δραμές. Δὲν πῆγα ὅμως νὰ τὰ ρίξω στὴν ταβέρνα.

— Νὰ μάννα, τῆς λέω· σοῦ ’φερα τὰ πλάτικα. Μεθαύριο μισεύω μὲ τοὺς σφουγγαράδες.

— Φεύγεις μὲ τοὺς σφουγγαράδες! λέει ἐκείνη. Δὲν πᾷς καλήτερα νὰ πέσῃς στὸ Μαντράκι! Γλήγορα νὰ δώκῃς πίσω τὰ λεφτά. Εὐκὴ καὶ κατάρα μοῦ ἄφηκε ὁ συχωρεμένος ὁ πατέρας σου, σφουγγαρᾶς νὰ μὴ γένῃ κανεὶς ἀπ’ τὴ γενιά του.

— Εὐκὴ καὶ κατάρα!

— Ναί· τρέξε γλήγορα νὰ δώκῃς πίσω τὰ πλάτικα.

— Μωρὲ μάννα· δὲ βλέπεις ποῦ δὲ βρίσκω δουλειά; Πῶς θὰ ζήσουμε ὅλον τὸν καιρό; Τί θὰ φᾶμε;

— Τίποτα νὰ μὴ φᾶμε· τίποτα! Νὰ ψωφήσουμε στὴν ψάθα! Ὁ πατέρας σου τὸ εἶπε ρητά: Κάλλιο ζητιᾶνος παρὰ σφουγγαρᾶς!

Τὴν ἄκουσα τὴν μάννα μου· ἔδωκα πίσω τὴν προκαταβολή. Ὄχι τάχα πῶς ἤμουν καὶ τόσο ὑπάκουος. Ἀλλὰ ἡ ἀντιπάθεια ποῦ ἔτρεψα στὴν τέχνη ξύπνησε μέσα μου μὲ τὸν πρῶτο λόγο τῆς γριᾶς. Δὲν μποροῦσα ὅμως καὶ νὰ ξηγήσω, τί ἦταν ἐκεῖνο ποῦ ἔδενε τὸ θέλημα τοῦ πατέρα μου τόσο σφιχτὰ μὲ τὸ αἴσθημά μου. Τί διάβολο! κληρονομιὰ τὸ εἴχαμε πάππου πρὸς πάππου! Ἐγνώριζα πῶς ὁ πάππος

μου ἦταν ὁ καλύτερος βουτηχτὴς τοῦ καιροῦ του