Σελίδα:Λόγια της πλώρης (1924).djvu/87

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
ΟΙ ΣΦΟΥΓΓΑΡΑΔΕΣ


ΠΟΤΕ δὲ ζήλεψα τὴν τέχνη τοῦ σφουγγαρᾶ· ποτὲ στὴ ζωή μου! Ἀγάπησα τὴ θάλασσα, τοὺς κόρφους, τὰ νησιά, τοὺς θυμοὺς καὶ τὴ γαλήνη της· μὰ τοὺς θησαυρούς της ὄχι ποτέ! Ἀπὸ μικρὸς αἰσθανόμουν ἀηδία ἐμπρὸς σὲ μιά μηχανή. Δὲν ξέρω πῶς μοῦ φαινόταν, δὲ θυμοῦμαι πῶς τὴν παρόμοιαζα· ὄχι ὅμως ποτὲ μὲ πλεούμενο, εὐχὴ τοῦ Θεοῦ καὶ καμάρι τῆς θάλασσας. Κάτι συχαμερὸ τοῦ Σατανᾶ χειροτέχνημα, φάνταζε πάντα στὰ μάτια μου. Ὅταν κάθε χρόνο, τὴ βδομάδα τοῦ Θωμᾶ, τὸ νησί μας βούρκωνε ἀπὸ τὸ καρδιοχτύπι μαννάδων καὶ στεφανωτικῶν, ἢ βούϊζε ἀπὸ τὸ γλέντι τῶν βουτηχτάδων, ἐγὼ δὲν ἔβλεπα μπρός μου παρὰ Λάμια τὴ Μπαρμπαριά, νὰ στρώνῃ τὰ κρυσταλλένια κρεβάτια της γιὰ νὰ πλαγιάσῃ ἀξύπνητα, ἐκείνους ποῦ ζηλεύουν τὰ πλούτη της. Καὶ ὅταν πάλι τὸ χυνόπωρο ἔβγαιναν ὅλοι στὸ ἀκρωτῆρι νὰ χαιρετήσουν τὸ γυρισμό τους, ἐγὼ μὲ κακὴ περιέργεια ἔτρεχα νὰ μετρήσω πόσοι γύριζαν παράλυτοι, κουρέλια τῆς ζωῆς καὶ πόσοι ἀπόμειναν στὸ Ἀσπρονῆσι, τῶν ἀραπάδων βρώση καὶ μπαίγνιο.

Μιὰ χρονιὰ ὅμως λίγο ἔλειψε νὰ τοὺς ἀκολουθήσω καὶ γώ. Οἱ συνομήλικοί μου πῆγαν ὅλοι καὶ πῆραν προκαταβολὴ ἀπὸ τὸ γέρο Μορφονιό, τὸ με-