Σελίδα:Λόγια της πλώρης (1924).djvu/57

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
Ἡ δικαιοσύνη τῆς θάλασσας55

Αὐτὰ καὶ ἄλλα ἤθελα νὰ τοὺς εἰπῶ· μὰ δὲ μποροῦσα νὰ βγάλω λέξη ἀπὸ τὸ στόμα μου. Ὥς που μ’ ἅρπαξαν τὰ παλληκάρια καὶ οἱ λυγερὲς καὶ βγῆκαν πέρα στὸ Βληχὸ νὰ παίξουν κλωτσοσκοῦφι. Ἐδῶ μ’ ἔριχναν ἐκεῖ μὲ πετοῦσαν ὁλημερίς. Γελοῦσαν οἱ λυγερὲς δυνατὰ καὶ στὸ γέλιο τους μάντευα τῆς καρδιᾶς τὴ λαχτάρα. Τραγουδοῦσαν τὰ παλληκάρια κ’ ἔλεγαν μὲ τὸ τραγοῦδι καὶ μὲ τὸ παίξιμο τῶν ματιῶν τὸν πόθο καὶ τὸν καϋμό τους. Καὶ γὼ ποῦ ἔβλεπα ἐκεῖνο τὸ γοργοπαίξιμο, ποῦ ἄκουα ἐκεῖνα τ’ ἀσημένια γέλια, σὲ Κόλαση ἤμουν ἀπὸ τὴ ζήλεια, γιατὶ δὲν ἤμουν σὲ κείνη τὴν Παράδεισο!

Τὸ βάσανό μου βάσταξε, λέει, ὣς τὸ ἡλιοβασίλεμα. Καὶ τότε ὅλοι μαζὶ ἔφεραν τὸ κεφάλι μου καὶ τὸ ἔθαψαν πίσω ἀπὸ τῆς Παπαντῆς τὸ Ἅγιο Βῆμα· καὶ θάφτοντας τραγουδοῦσαν καὶ μοῦ ἔλεγαν:

— Στὴν ἄλλη ζωή!… στὴν ἄλλη ζωή!…

Μέσα στὸ καταφώνιασμα ἀκούω μιὰ φωνὴ νὰ μοῦ φέρνῃ τὸ ἀέρι:

— Ἔ, ἀπὸ τὸ μπάρκο!… ἔ!…

Τόσο ἤμουν ἀπελπισμένος, ποῦ δὲν ἤθελα νὰ πιστέψω τὰ ἴδια μου τ’ ἀφτιά. Καὶ ὅταν πάλι δυνατώτερη καὶ πιὸ κοντὰ ξαναδευτέρωσε, εἶπα πῶς ἦταν κάποιος ἀπὸ τοὺς συντρόφους μου ποῦ ἀγγελοκρουόταν. Μά, δόξα νάχῃ ὁ Θεός, δὲν ἦταν ἀπὸ τοὺς συντρόφους μου· ἦταν ἀπὸ τὴ γολέτα ποῦ μὰς ἔσωσε.

Ὅλοι σωθήκαμε· ἕνας ἀπόμεινε, ὁ σκύλος μας. Κανένα δὲν ἄφινε νὰ τὸν ζυγώσῃ. Τοῦ καπετάνιου ποῦ τόλμησε νὰ τὸν πιάσῃ, τοῦ ἔκαμε κουρέλια τὸ μουσαμᾶ. Καὶ τὰ χαράματα, ποῦ βολτατζάροντας νὰ