Σελίδα:Λόγια της πλώρης (1924).djvu/51

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
Ἡ δικαιοσύνη τῆς θάλασσας49

Ἦρθε μάλιστα στιγμὴ ποῦ ἀφήσαμε τὶς τρόμπες κ’ ἔτρεξε καθένας στὴν πλώρη γιὰ νὰ ἕβρῃ τίποτα νὰ πάρῃ μαζί του.

— Μωρέ παιδιά, βουλιάζουμε! ἀκούω ἄξαφνα τὴ φωνὴ τοῦ καπετάνιου.

Πηδάω ἔξω. Γιὰ πέντε λεφτὰ τὸ νερὸ μᾶς κεφάλωσε. Ριχτήκαμε πάλι ν’ ἀρχίσουμε τὸν ἀγῶνα. Ἀλλὰ τόρα δὲ μᾶς φαινόταν βαρύς. Τὸ καράβι ὅλο καὶ πλάκωνε. Σὲ λιγάκι φάνηκε ὁλάκερο τὸ σκαφίδι. Ἀλλὰ δὲν ξέρω γιατὶ στοίχειωσε ἡ ἀπελπισία στὴν ψυχή μου, καὶ δούλευα ἀκόμη τὴν τρόμπα.

— Ρὲ Καληώρα, δὲν παρατᾷς πιὰ τὴν ἔρμη! γυρίζει καὶ μοῦ λέει ὁ καπετάνιος· νά το πλάκωσε· τί παιδεύεσαι ἄδικα;

— Δὲν πειράζει.

Δὲν ἤθελα νὰ ξεστομίσω τὴν ὑποψία μου, γιατὶ θὰ μ’ ἔπαιρναν γιὰ παλαβό. Τὸ μπάρκο πλησίαζε· διάβαζα μάλιστα καὶ τ’ ὄνομά του στὶς κουλοῦρες· τὸ ἔλεγαν «Σωτήρα».

— Ἄ! ἄ! ἄ!… ἔβαλαν ὅλοι χαρούμενες φωνές.

Ἀπὸ κείνους οὔτε κινήθηκε, οὔτε φώναξε κανείς. Εἶδα καλὰ τὸν τιμονιέρη στὸ τιμόνι, τὸν καπετάνιο ὀρθὸ στὴν πρύμη· τὸ ναύκληρο καὶ πεντέξη ναῦτες μὲ τὶς σκότες στὰ χέρια. Ὅλοι ἔστεκαν καὶ μᾶς κοίταζαν, μὰ οὔτε σχοινιὰ τοίμαζαν οὔτε τίποτα. Μόνον ὁ σκύλος τους, ἕνας σκύλος μαλλιαρός, κατάμαυρος μὲ κεφάλι ὁλοστρόγγυλο σὰν μπόμπα κανονιοῦ, μᾶς ἔστελνε τὸ ἄγριό του ἀλύχτιμα.

— Τοὺς ἄτιμους! ψιθύρισα.

— Γιὰ ποιοὺς λές; μὲ ρώτησε ὁ καπετάνιος.

Λόγια τῆς Πλώρης4