Σελίδα:Λόγια της πλώρης (1924).djvu/44

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
42Λόγια τῆς πλώρης

ος δὲν ἄκουσε στὴ ζωή του τέτοια φωνὴ καὶ τέτοια καμπάνα, χίλιες φορὲς καλότυχος! Ὁ κίνδυνος τῆς θάλασσας δὲν ἔχει γλῶσσα φοβερώτερη ἀπ’ αὐτή. Τὴν ἀκοῦς μιὰ στιγμὴ καὶ τὴ θυμᾶσαι ὥς που νὰ πεθάνῃς. Γιατί πίσω ἀκολουθάει πάντα ἕνας χτύπος ποῦ θυμίζει τὸ χῶμα καὶ τὸ νεκροκρέβατο.

Καὶ νάτος! ἀκούστηκε ὁ ἀναθεματισμένος χτύπος κι’ ἔνιωσα τὸ καράβι νὰ σπαράζῃ, σὰν νὰ τὸ πιάσανε σπασμοί. Πηδάω στὴν πλώρη· ἕνα θεόρατο μπάρκο μὲ τὰ πανιὰ τοῦ τρίγγου καὶ τῆς ἀμπασογάμπιας ἦταν μάσκα μὲ μάσκα στὸ δικό μας. Ἐκεῖ ν’ ἀκοῦς φωνὲς καὶ κακό! Ὁ καπετάνιος τοῦ μπάρκου ἔβριζε τὸ δικό μας καὶ τὸν ἔλεγε τσοπάνο· ὁ δικός μας τοῦ ἀπαντοῦσε: «παπλωματᾶ!» Οἱ βάρδιες πιάστηκαν μαλλιὰ μὲ μαλλιά. Οἱ ναῦτες ἔτρεχαν ἀπὸ πρύμη σὲ πλώρη μὴ ξέροντας τί γυρεύουν, βλαστημῶντας χωρὶς νὰ ξέρουν γιατί. Ἄλλοι γύρευαν τὶς βάρκες νὰ ρίξουν στὴ θάλασσα καὶ γιὰ βάρκες ἔπιαναν τὶς κουπαστές. Ὁ Κράπας γύριζε σὰν τὸ ἄλογο στ’ ἁλῶνι, σέροντας πίσω του μιὰ γούμενα θαρρόντας πῶς ἦταν τὸ σεντοῦκι του. Ὁ Κουτρούφης ὁ Σιφνιὸς τραβοῦσε τὰ μακριά του τὰ γένεια, πιστεύοντας πῶς τραβοῦσε τὴ σκότα τοῦ παπαφίγκου. Ὁ Μπαρμπατρίγγας ὁ Μυκωνιάτης λούφαξε πίσω ἀπὸ τὸν ἀργάτη λυσοδένοντας τὰ βρακιά του. Οὔτε οἱ σκύλοι δὲν ἔμεναν ἥσυχοι. Ὁ Καψάλης καὶ ὁ ἄλλος τοῦ μπάρκου, σκαρφαλωμένοι στὰ παραπέτα ἄφριζαν δαγκόνοντας ξύλα καὶ σχοινιὰ κι’ ἀλιχτοῦσαν, λὲς κι’ ἔβριζεν ὁ ἕνας «τσοπάνο!» κι’ ὁ ἄλλος «παπλωματᾶ!» Ἔβριζαν οἱ καπετᾶνοι, φώναζαν οἱ ναῦτες,