Σελίδα:Λόγια της πλώρης (1924).djvu/38

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
36Λόγια τῆς πλώρης

Χαρτιά, κρασί, γυναῖκες νυχτόημερα! Σὲ δεκαπέντε μέρες ἔβαλα καὶ χρέος τρία τάλληρα στὸν καφενὲ καὶ δεκατρία φράγκα στὴν ταβέρνα. Ὅσο γιὰ τὸ Κεμὲρ-ἀλτὶ μὴ ρωτᾷς· λίγο ἔλειψε νὰ μοῦ φορέσουν τὸ φεσάκι καὶ νὰ μὲ βάλουν νὰ παίζω τὴ λατέρνα στὴν πόρτα.

Μὰ τὸ δουλευτὴ ὅσο εἶνε γερὸς μὴ τὸν φοβερίζῃς. Ἐκεῖνες τὶς μέρες βγῆκε λόγος στὴν Κρασόσκαλα πῶς ἕνας Σπετσώτης τσουρμάρει γιὰ τὴ Μαύρη Θάλασσα. Ἡ ἀλήθεια εἶναι πῶς τὸ ἄκουσα τελευταῖος. Ὁ ταβερνάρης ποῦ μὲ πίστωνε ἦρθ’ ἕνα βράδυ καὶ μοῦ λέει στ’ αὐτί:

— Πάρε τὸ καρτάκι καὶ τράβα στὸ Μπουγιούκδερε. Γύρεψε τὸ μπαρκομπέστια τοῦ καπετὰν Μπισμάνη κι’ ἔμπα μέσα. Αὐγὴ χαράματα σαλπάρετε γιὰ τὴ Μαύρη Θάλασσα.

Ἤπιαμε τὸ καρτάκι στὸ πόδι μὲ τὸν καλοθελητὴ μου, πῆρα τὰ ροῦχα στὸν ὦμο καὶ γραμμὴ γιὰ τὸ Μπουγιούκδερε. Αὐγὴ χαράματα πήραμε τὴν ἄγκυρα. Μὰ ὁ καπετάνιος ξεκολλημὸ δὲν εἶχε ἀπὸ τὶς κουμπάρες. Ξέρεις τί πιπερᾶτες σοῦ εἶνε! Τέλος βγήκαμε ἀπὸ τὰ Μπουγάζια. Ἥβραμε νοτιὰ τὸν καιρό· σὲ τέσσερες μέρες περάσαμε στὸ Κέρτζι.

Ἀρχὲς Νοέβρη ἕτοιμοι πάλι γιὰ ταξεῖδι. Πλάκωσε ὅμως ἡ Πεντέχτη. «Στὴ χάση-πιάση ἀρμένιζε, Πεντέχτη στὸ λιμιῶνα» ἔλεγαν οἱ παλαιοί. Ὁ καπετὰν Μπισμάνης ἦταν φρόνιμος· ἄν δὲν ἔβλεπε καλοσυνάδα τὰ σημάδια τοῦ καιρού δὲν ἔλυνε πρυμόσχοινο. Μὰ τί νὰ φέρῃ ὁ διάβολος γιὰ τὶς ἁμαρτίες μας; Ὁ καπετάνιος εἶχε μία κάσα γλυκὰ σπιτίσια νὰ φιλέψῃ