Σελίδα:Λόγια της πλώρης (1924).djvu/31

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
Οἱ φρεγάδες29

— Μωρὲ ποιὸς εἶσαι σύ;

— Ἐγώ, ὁ κασιδιάρης· κουφάρι ἤμουν περιστέρι γίνηκα· φτερὰ ἔχω νὰ πετάξω στὰ ἐπουράνια.

Τρέχουν κοντά, τὸν κυτάζουν ἀποδῶ, τὸν φέρνουν ἀποκεῖ, τὸν καλογνωρίζουν.

— Ἀμ ποιὸς σ’ ἔκαμ’ ἔτσι;

— Τῶς καὶ τῶς, ἧβρα τ’ ἀθάνατο νερό.

— Πῶς; — ποῦ;

— Μέσα στὴ σπηλιά.

Ἀκοῦνε καὶ θαμάζουν, ρίχνουν ὅ,τι εἶχαν στὰ χέρια τους καὶ τρέχουν στὴ σπηλιά. Φτάνουν ἔξω ἀπὸ τὴ σπηλιά, πιάνουν φιλονικεία.

— Ὄχι ἐγὼ θὰ ’μπῶ πρῶτος.

— Ὄχι ἐγώ.

Λόγο πρὸς λόγο πιάνονται στὰ χέρια. Πιάνονται στὰ χέρια, τραβοῦν τὰ στυλέτα· μακελοκόβονται. Νὰ τί θὰ εἰπῇ παλιόκοσμος! Γιὰ νὰ ἕβρουν τὴν ἀθανασία ἧβραν ὅλοι τὸ θάνατο ἐμπρὸς στὴν πηγή της!

Τὸ ναυτόπουλο, καθὼς εἶδε αὐτά, πηδάει στ’ ὀρθολίθι καὶ βάνει τὶς φωνές. Ἀκοῦνε ἀπὸ τὶς φρεγάδες, ρίχνουν βάρκες στὴ θάλασσα, ἀ-λὰ τὰ χέρια στὰ κουπιά, βγαίνουν ἔξω. Μαθαίνουν καὶ κεῖνοι τὸ θάμα, ρίχνονται ὅλοι στὴ σπηλιά· μὰ ἀντὶ νὰ χωρίσουν πιάνουν τὴ φιλονεικία.

— Ὄχι ἐγὼ θὰ μπῶ πρῶτος.

— Ὄχι ἐγώ.

Λόγο πρὸς λόγο πιάνονται στὰ χέρια, τραβοῦν τα στυλέτα, μακελοκόβονται καὶ κεῖνοι.

Τὸ ναυτόπουλο βλέποντας ἔτσι, πηδάει πάλι στ’ ὀρθολίθι καὶ βάνει τὶς φωνές. Βάνει τὶς φωνές, ἀκοῦ-