Σελίδα:Λόγια της πλώρης (1924).djvu/235

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
Τὸ γιούσουρι233

ὠκεανόψαρο, ποῦ λύνεται τὸ σῶμα μὲ τὸ πρῶτο ἀντίκρυσμα.

Ἐγώ, ἀπὸ μικρὸς ποῦ τὸ ἄκουα μ’ ἔπιανε κατιτί παράξενο. Φόβος καὶ μαζὶ πεῖσμα. Καλά, ἔλεγα, ὁ διπίθαμος Ἀράπης ποῦ ρουφᾷ τὰ πέλαγα καὶ φράζει τὰ ποτάμια μονάχα μὲ τὰ γένεια του. Καλὰ ἡ ἀθάνατη Γοργόνα, τοῦ Ἀλέξαντρου ἡ ἀδερφή, ποῦ γυρίζει τὴ θάλασσα καὶ στὸ πικρὸ ἄκουσμα βουλιάζει τὰ πλεούμενα σύψυχα μὲ τὴν οὐρά της. Καλὰ κι’ ὁ Ἄριστος ποῦ σκοτώνει τὰ θεριὰ καὶ τὰ βουνὰ γκρεμίζει καὶ ξερριζώνει ρουπάκια μὲ τὸ κοντάρι του. Μὰ ἕνα δέντρο ἐκεῖ, τοῦ νεροῦ πλάσμα, θρέμα τοῦ ἄμμου καὶ νὰ κάνῃ τόσα θάματα! Μπά, ντροπή μας! Ἄκουα τοὺς ἄντρες λεβεντοθρεμένους καὶ νὰ μιλοῦν γι’ αὐτὸ μὲ τόσο σεβασμό, σὰν νὰ μιλοῦσαν γιὰ τὸ Τρισυπόστατο. Τί διάβολο! Ἐκεῖνοι μιὰ φορὰ ἔβαλαν τὰ στήθη τους ἐμπρὸς στὸ κανόνι τοῦ Τούρκου! πήδησαν μὲ ἀναμμένο δαυλὶ στὶς μπαρουταποθῆκες του! εἶδαν τὸ θάνατο χίλιες φορὲς καὶ δὲν τόλμησαν νὰ ξερριζώσουν ἕνα δεντρί! Δὲν μποροῦσα νὰ τὸ χωνέψω.

— Δὲ μοῦ λές, πατέρα· κάνω κάποτε τοῦ γέροντά μου· τί εἶνε αὐτὸ τὸ γιούσουρι.

— Ξύλο, παιδί μου, σὰν καὶ τ’ ἄλλα· θαλασσόξυλο. Ἄν θέλῃς νὰ τὸ μάθῃς, σύρε νὰ ἰδῇς τὴν πίπα μου.

Πάω μέσα, ἀνοίγω τὸ ἁρμάρι, βρίσκω τὴν πίπα του. Μιὰ πίπα χοντρὴ καὶ μεγάλη, μὲ ρόζους, μαύρη-κατάμαυρη σὰν ἔβενος.