Σελίδα:Λόγια της πλώρης (1924).djvu/23

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
Ἡ θάλασσα21

βαζε τὴν εὐχὴ στὸ πλεούμενο. Ὁ πρωτομάστορης ἄρχισε τὰ προστάγματα.

— Φόρα τὸ πρυμιὸ ποντίλι!

— Φόρα τὸ πλωριό!

— Φόρα σκόντρα καὶ σκαρί!…

Ἕνα μὲ τ’ ἄλλο τὰ στηρίγματα ἔφευγαν ἀπὸ τὴ σκάρα καὶ τὸ μπρίκι ἄρχισε νὰ δραμπαλίζεται, μουδιασμένο θαρρεῖς ἀπὸ τὸ καθησιό, ἄτολμο ἀκόμη στὴ νέα του ζωή. Τὰ παιδιὰ ποῦ ἦταν ἀνεβασμένα στὸ κατάστρωμα ἔτρεχαν ἀπὸ πρύμη σὲ πλώρη, ἀπὸ πλευρό σὲ πλευρὸ μαζὶ ὅλα, μὲ τὴν κουφὴ ποδοβολὴ κοπαδιοῦ.

— Γιούργια! ἔκραξε ὁ πρωτομάστορας.

Καὶ μὲ τὸ σπρώξιμο τῶν καλεσμένων τὸ πλοῖο στέναξε καὶ γλύστρησε στὰ νερὰ σὰν πάπια, μαζὶ μὲ τὸ ἀμoύστακο πλήρωμά του.

— Καλοτάξειδο, καπετὰν Μαλάμο· καλοτάξειδο! καὶ τὸ καρφί του μάλαμα! φώναξε ὁ ναυτόκοσμος, βρέχοντας τὸ ἀντρόγυνο μὲ θάλασσα.

Μὰ κείνη τὴν ὥρα ἕνα παιδὶ χτύπησε κάπου καὶ πλάτσασε λιπόθυμο στὸ νερό. Δὲ χάνω καιρό, πηδῶ μέσα μὲ τὰ ροῦχα μου. Δυὸ βουτιὲς κ’ ἔσυρα τὸ παιδὶ ἀπὸ τὴ θάλασσα. Ἔσυρα ἐκεῖνο μὰ μπλέχτηκα ἐγὼ στὰ δίχτυα της. Ἀπὸ τότε ἔφυγε ὁ ὕπνος, ἡ χαρὰ ἀπὸ κοντά μου. Ἐκεῖνο τὸ θαλασσοβούτημα, τὸ χλιὸ νερὸ ποῦ ἀγκάλιασε τὸ κορμί μου, ἔσυρε τὴν ψυχὴ σκλάβα κατόπι του. Τὸ θυμόμουν καὶ νόμιζα πῶς κάτι ζωντανὸ ἔσερνε στὴ ραχοκοκκαλιά μου φιλήματα.

Δὲν ἔπιασα πιὰ δουλειά. Δοκίμασα νὰ πάω στὸ