Σελίδα:Λόγια της πλώρης (1924).djvu/198

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
196Λόγια τῆς πλώρης

στάγματα γοργά· οἱ ναῦτες ἔτρεχαν ἀπὸ σκότα σὲ σκότα· ἡ γολέτα λίχνιζε τὸ νερό. Μὰ καπετάνιος καὶ ναῦτες δὲν εἶχαν τὸ νοῦ στὸ ξύλο παρὰ στὴν κουκουβάγια, ποῦ δὲν ἔπαυε νὰ κλωθογυρίζῃ πετῶντας πάντα ζερβόδεξα.

Στὴν ἀρχὴ βλέπαμε παράξενο τὸ θέλημα τοῦ καπετάνιου. Ἔξω ἀπὸ τὸ Μπαρμπατρίμη οἱ ἄλλοι εἴμαστε δίβουλοι. Μὰ ἕνας μὲ τὸν ἄλλον, ξεχαστήκαμε ἀκολουθῶντας τὸ πέταμα τοῦ πουλιοῦ. Σὲ κεῖνο ἢ σὲ μᾶς ἔπρεπε νὰ ξεσπάσῃ ἡ κακοσημαδιά. Ἂν τὸ σκότωνε, σωνόμαστε καὶ μεῖς καὶ τὸ καράβι καὶ τὰ σπίτια μας. Γιατὶ ποιὸς ξέρει, ἂν ἦταν γιὰ τὸν καπετάνιο ἡ κουκουβάγια κι’ ὄχι γιὰ κανένα ἄλλον; Ἀληθινὰ ἐκεῖνος ἦταν ὁ καραβοκύρης· ἐκεῖνος στὸ σπίτι του ἄφησε ἄρρωστο· μὰ ποιὸς ἦταν βέβαιος; Ὁ καπετάνιος μπόλιασε σὲ ὅλους τὴ μανία του καὶ ἂν μᾶς ἔβλεπες, θὰ πίστευες πῶς φάγαμε ὅλοι τρελλομανίταρα καὶ κανεὶς δὲν εἶχε τὰ λογικά του.

— Νά το, βάρ’ του!… φώναζε ἕνας μὲ τὸν ἄλλο, κινῶντας χέρια καὶ πόδια.

Καὶ κεῖνος μὲ τὸ ντουφέκι στὸ χέρι, τὸ πρόσωπο ἀναμένο, ἔτρεχε κοιτάζοντας περίγυρα μὲ γουρλωμένα μάτια, λὲς κι’ ἔρχονταν νὰ πατήσουν κουρσάροι τὸ πλεούμενο.

Τὸ πουλὶ ἤξερε πολλὰ παιγνίδια. Δὲν πετοῦσε τόσο μακριὰ νὰ τὸ χάνουν τὰ μάτια μας. Μὰ οὔτε καὶ κοντὰ νὰ τὸ φτάνῃ ἡ τσάγκρα. Φανερωνόταν δεξιά μας καὶ ἡ γολέτα ἔτρεχε ἀπάνω του. Ἐκεῖνο πετοῦσε κατάμπροστα στὴν πλώρη, κρατῶντας πάντα τὸ ἴδιο μάκρος. Ἔφτανε ἔτσι κάτω στὴ Μῆλο ἢ ἀπάνω ἀπὸ