Σελίδα:Λόγια της πλώρης (1924).djvu/172

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
170Λόγια τῆς πλώρης

πλήγωνε κανένα. Εἶχε νὰ εἰπῇ γιὰ τοὺς Κεφαλλωνῖτες, ὅπως καὶ γιὰ κάθε τόπο τῆς Ἑλλάδας. Ἐμεῖς οἱ Ρωμιοὶ τὰ ἔχουμε αὐτά. Τ’ ἄφηκαν κληρονομιὰ οἱ παλαιοί μας. Ἔλεγε λοιπὸν πῶς οἱ Κεφαλλωνῖτες στὴν Ἐπανάσταση βγῆκαν νὰ πολεμήσουν στοῦ Λάλα ξαρμάτωτοι. Καὶ ὅταν τοὺς ρώτησαν οἱ ντόπιοι, γιατί πηγαίνουν ἔτσι στὸν πόλεμο, ἐκεῖνοι ἀπάντησαν μὲ τὴν παιδιάτικη προφορά τους:—Ἂ δὰ καὶ ἄρματα θέλουμε! Βγάνε βροῦλα, δένε Τροῦκους!… Κι ἔπειτα ποῦ τοὺς λιάνιζε μὲ τὸ γιαταγάνι ὁ ἐχθρός, φρόντιζαν νὰ μὴ χαλάσουν τὰ ροῦχά τους!—Κάτσε, καλὲ ἀγᾶ, καὶ μή μοῦ χαλᾶς τὸ γαμπᾶ μου!…

Ὁ Γεράσιμος τ’ ἄκουε αὐτὰ μὰ δὲν ἔλεγε τίποτα. Τί νὰ εἰπῇ ποῦ ἔτρεμε τοῦ Ἀνέστη τὸ γρόθο. Ἄσπριζε μόνον ὡς τ’ ἀφτιά· ἔδειχνε στὸ χαμόγελό του γούλια κατακίτρινα, σὰν νὰ εἶχαν φαρμακόφιδο μέσα τους καὶ κινοῦσε τὸ κεφάλι ρίχνοντας σουβλερὲς ματιὲς στὸν ξεφαντωτή. Δὲ μοῦ ἄρεσε καθόλου αὐτὸ τὸ παιγνίδι. Ἤθελα νὰ πείσω τὸ παιδὶ νὰ λιγοστέψῃ τὰ χωρατά.

— Μὴ τὸν κάνεις ἔτσι, μωρέ· πειράζεται ὁ Κεφαλλωνίτης.

— Μπᾶ· εἶπε σηκώνοντας τὶς πλάτες. Ἐγὼ δὲν τὰ κάνω νὰ τὸν πειράξω. Ἔτσι τὰ λέω.

— Μὰ ἐκεῖνος τὰ παίρνει στ’ ἀλήθεια.

— Δὲ βαριέσαι!…

Κι’ ἔφυγε ἀπὸ κοντά μου ἀντιπατῶντας τὶς πατοῦσές του στὰ σανίδια, σὰν νὰ ἔλεγε πῶς ἔτσι μπορεῖ νὰ πατήσῃ καθένα, ποῦ θὰ θελήσῃ νὰ ἀντισταθῇ στὴ χαρά του. Ἐγὼ δὲν ἀπελπίστηκα. Μίλησα στὸν