Σελίδα:Λόγια της πλώρης (1924).djvu/162

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
160Λόγια τῆς πλώρης

ἀποφύγης τὸν πειρασμό. Δὲ λέω, νοικοκύρης εἶσαι· μὰ τόση περιφρόνηση, θαρρῶ δὲ σοῦ ἄξιζε.

Ὁ Ἁγιαντώνης ἔρριξε τὸ κεφάλι κάτω, σούφρωσε τὰ φρύδια κι’ ἔφυγε χωρὶς νὰ εἰπῇ λέξη.

— Καλὰ σ’ ἔχω· συλλογίσθηκε ὁ ναύκληρος.

Καὶ μὲ τὴν ἴδια πιβουλὴ πλησιάζει τὸν Ἁγιάννη τὸν Καλυβίτη, ποῦ ἦταν ξαπλωμένος κάτω ἀπὸ μιὰ μηλιὰ κι ἔβλεπε ἀπὸ μακριὰ τὸ γλέντι.

— Δὲ μοῦ λές; τοῦ λέει· γιατί ἐσύ τέτοιο ἀρχοντόπουλο, ποῦ ἄφησες τιμὲς καὶ δόξες γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, νὰ κάθεσαι παραμελημένος κι’ ἄλλοι ποῦ τίποτα δὲν ἔκαμαν νά τρωγοπίνουν στὸ τραπέζι τοῦ Παντοκράτορα; Δὲν ξέρω· νοικοκύρης εἶσαι· μὰ τέτοια περιφρόνηση, θαρρῶ, δὲ σοῦ ἄξιζε.

Ὁ Ἁγιάννης σήκωσε τὰ μάτια, κοίταξε καλὰ τὸ ναύτη· ἔπειτα μὲ μιᾶς τὰ χαμήλωσε, γύρισε τὸ ἄλλο πλευρὸ καὶ ἄρχισε νὰ κλαίῃ.

— Καλὰ σ’ ἔχω καὶ σένα· σκέφτηκε ὁ δικός μας.

Καὶ τραβῶντας τὸ δρόμο του ἀπάντησε τὸν ἅγιο Τρύφωνα καὶ τὸν ἐρεθίζει καὶ κεῖνον. Ἔπειτα πηγαίνει στὸν ἅγιο Λευτέρη. Ἔτσι κέντρισε πεντέξη ἁγίους, ἀρχίζουν ἐκεῖνοι τὶς φωνές, πιάνονται στὰ χέρια. Πᾶνε ἄλλοι νὰ τοὺς χωρίσουν, πιάνονται καὶ κεῖνοι· σπᾶνε ποτήρια, πετᾶνε πιᾶτα, ἀναποδογυρίζουν τὸ τραπέζι· ἐπανάσταση στὸν Παράδεισο! Ὁ Παντοκράτορας βαρὺς ἀπὸ τὸ φαγοπότι, κοιμόταν ἐκείνη τὴν ὥρα, γειρμένος στὰ γόνατα ἑνὸς ἀγγέλου. Ἀκούει τὸν καυγᾶ, πετιέται θυμωμένος, ἁρπάζει ἕνα βούρδουλα «νά σου!» τοῦ ἑνοῦ, «νά σου!» τ’ ἀλλουνοῦ, τοὺς ἁλωνίζει ὅλους.