Σελίδα:Λόγια της πλώρης (1924).djvu/150

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
148Λόγια τῆς πλώρης

— Τραβέρσο· λέει τόρα σκεφτικὸς ὁ καπετὰν Δρακόσπιλος.

Δὲ μᾶς ἔμενε ἄλλο παρὰ νὰ ὀρθοπλωρίσῃ τὸ μπάρκο. Πρόσταξε γοργὰ τοὺς ναῦτες νὰ χύσουν καὶ νὰ κατσάρουν τὴ μαΐστρα, νὰ κάμουν τὴ μπούμα, νὰ μολάρουν τοὺς φλόκους.

— Βάλε κάτω σιγά-σιγὰ τὸ δοιάκι· λέει στὸν τιμονιέρη κάπως δίβουλος.

Τρέχω νὰ τραβήξω τὴ σκότα τῆς μπούμας· ναί! Ἡ σκότα κοκκαλιασμένη ἀπὸ τὸ χιονιὰ δὲν ἔσερνε. Πάει ὁ ὑποναύκληρος νὰ κάμῃ τὴ μαΐστρα καὶ φτοῦ σου διάβολε! – ἡ σταβεντοσκότα ξεκοτσάρεται κι’ ἡ μαΐστρα ἀνεμίζει σὰν παντιέρα. Ποῦ νὰ ὁρθοπλωρίσουμε! Τὸ ξύλο δὲ μᾶς ἀκούει πιά. Τὰ πανιὰ τῆς πλώρης γεμίζουν καὶ παραφουσκώνουν. Ὁ καπετάνιος βλέποντας τὴν ἀδυναμία του λύσσαξε. Τὸν ἔπιασε τὸ ἀράπικο.

— Δυὸ κεριὰ στὸν Ἁϊνικόλα· προστάζει τὸ ναυτόπουλο.

Φτερὸ ἐκεῖνο στὴν κάμαρη· ἄναψε τὰ κεριὰ ἐμπρὸς στὸ ἀσημοντυμένο κόνισμα τοῦ ἁγίου μας.

— Τί κάθεσαι, μωρὲ παιδί· μοῦ γνέφει ἀπὸ μακριὰ. Στὸ κορζέτο γλήγορα καὶ λέγε μας· Ἢ μπουκάρομε σήμερα ἢ χανόμαστε.

Ἀγκάλιασε τὸ κατάρτι κι ἔφτασα ἀπάνω στὸ κορζέτο. Μάννα μου! Τί νὰ ἰδῶ, καὶ τί νὰ παραγγείλω! Οὔτε τὸ μπαστοῦνι δὲν ξεχώριζα. Ὅλα θαμπὰ γύρω μου, ὅλα χαμένα στὸ χιονόβολο. Καὶ ἡ «Παντάνασσα» ἔτρεχε ἀκόμη γοργή, θεότρελλη σὰν νὰ τὴν ἔσερναν μαγνῆτες οἱ στεριὲς.