Σελίδα:Λόγια της πλώρης (1924).djvu/15

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
Ἡ θάλασσα13

τὸ ἴδιο. Φυλάω καὶ γὼ μιὰ μέρα ποῦ ἤμουν στὸ τιμόνι, παίρνω τὸν Ἅϊ Νικόλα, τὸν δένω στὸ δοιάκι καὶ τὸ ἀφήνω μάρμαρο. Τὸ καράβι ἄρχισε νὰ γυρίζῃ σὰν ἄμυαλο, στὴ θάλασσα.

— Μπρὲ Γιάννη! φωνάζει ὁ καπετάνιος. Ποιόν ἄφηκες στὸ τιμόνι;

— Ἐκεῖνον, ποῦ τρώει τὸ λάδι.

Οἱ ναῦτες σκᾶνε στὰ γέλια. Θυμώνει.

— Νὰ φύγῃς! μοῦ λέει· γρήγορα τὰ ροῦχα σου κι’ ὄξω.

— Νὰ φύγω· τὸ λογαριασμό.

Μὲ παίρνει στὴν κάμαρα κι’ ἀρχίζει νὰ στρώνῃ τὸ λογαριασμὸ κατὰ τὴ συνήθεια του. — Τὴν τάδε μέρα συμφωνήσαμε· τὴν τάδε μπῆκες μέσα· τὴν ἄλλη ἔφερες τὰ ροῦχα σου, τὴν ἄλλη φύγαμε, τὴν ἄλλη ἔπιασες δουλειά. Δὲν εἶναι ἔτσι;

Οὔτε πολλὲς οὔτε λίγες. Πέντε ἡμερῶν μισθὸ μοῦ ἔτρωγε. Πάλι καλά.

— Ἔτσι· τοῦ ἀπάντησα.

Καὶ βγῆκα μὲ δύο σβάντσικες στὴ Μεσσήνα.

Ἄρχισε τόρα ἡ ζωὴ τοῦ ναύτη μὲ τὰ ὅλα της. Ζωὴ καὶ τήξη. Μερμῆγκι σωστό. Μερμῆγκι στὴ δουλειά, ποτὲ ὅμως καὶ στὸ σύναγμα. Τί νὰ εὕρης, τί νὰ συνάξῃς! Μεροδούλι μεροφάϊ. Ἕνα ζευγάρι ποδήματα, ἕνας μισθός. Ἕνας μουσαμᾶς, ἄλλος μισθός. Ἕνα γλέντι στὸ Κεμὲρ ἀλτί, ἄλλος. Ἕνας μήνας ἄδουλος, ἕξη χρέος. Σύρε νὰ κάμῃς κομπόδεμα καὶ νὰ κυβερνήσῃς σπίτι. Δόξα νὰ ἔχῃ ὁ Χάρος ποῦ μοῦ