Σελίδα:Λόγια της πλώρης (1924).djvu/149

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
Κακότυχος147

κι’ ἔδραμε νὰ τὸν ἀπαντήσῃ στηθᾶτα. Ἄστραψε τὸ βλέμμα του· ἀγρίεψε τὴ φωνή του. Ξεφέσωτος, μὲ τὰ μαλλιὰ πίσω, τὴ βράκα ζωσμένη στὴ μέση, ἅρπαξε τὸ δοιάκι ἀπὸ τὸ χέρι τοῦ γραμματικοῦ.

— Κάτω τοὺς κούντρους!… Στίγγα τὴ μποῦμα!… προστάζει ἀγριόθυμος.

Ἔπεσαν κάτω οἱ κοῦντροι, σφιχτοδέθηκε ἡ μποῦμα στὰ κέρκια της. Ὁ χιονιᾶς ὅλο καὶ δυνάμωνε. Φύλλο στὸ φύλλο πλάκωνε ἀποπίσω, ἔπεφτε στὰ πανιά, τὰ φούσκωνε καὶ τὰ τέντωνε μὲ πεῖσμα νὰ τὰ ξεσχίσῃ. Καὶ τὸ κῦμα κάτω, θολὸ καὶ ἀφρισμένο, ἔπεφτε στὴν πρύμη τῆς «Παντάνασσας», τὴν κλόνιζε ἀπὸ ἁρμὸ σὲ ἁρμό, μὲ βρούχημα σὰν νὰ τὶς ἔλεγε: τρέχα! Καὶ κείνη ξετρελλαμένη, ὁλότρεμη ἔτρεχε, δρασκέλαε νερένια κορφοβούνια, ἔπεφτε σὲ λαγκαδιές, δυσκολοσκάλωνε στὰ πλάγια καὶ στέναζε βαρειά.

— Στίγγα τοὺς παπαφίγγους!… Στίγγα μαΐστρα!… Κάτω τὸν κοντραφλόκο!

Ὁ καπετάνιος ἔχυνε τρανταχτὰ σὰν καδένες τὰ προστάγματα. Καὶ οἱ ναῦτες ἔτρεχαν ἐδῶ καὶ κεῖ, σκαρφάλωναν στὰ κατάρτια. Τὰ πόδια τους ἁρπάγια γάτζωναν τὸ σχοινί· τὰ χέρια τους μάγγανο ἔσφιγναν τὴ σταύρωση. Στράλι δὲν ἔμεινε πουθενά. Τὶς γάμπιες, τὸν τρίγκο καὶ τοὺς φλόκους εἴχαμε ἀκόμη ἀνοιχτούς. Τὸ μπάρκο ἔτρεχε θεόστραβο στὴ στράτα του. Ποιὰ στράτα; Κανεὶς δὲν ἤξερε. Ἡ σκοτεινιὰ διπλῆ τριπλῆ κάθιζε γύρω μας. Ποῦ ἦταν οἱ ξέρες; ποῦ τὸ Μπουγάζι; ποῦ μᾶς ἔσπρωχνε ὁ ἄνεμος καὶ ποῦ μᾶς ἔσερναν τὰ ρέματα; τίποτα! Χάθηκαν γιὰ μᾶς τὰ γαλόμετρα.