Σελίδα:Λόγια της πλώρης (1924).djvu/141

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
Κακότυχος139

ἔφτανε τὸ μάτι πετοῦσε ἡ φαντασία του. Ἅμα ἔβρισκε κανένα κοσμοπερπατημένο, τὸν ρωτοῦσε γιὰ ὅλα. Γιὰ τοὺς Ὠκεανούς, γιὰ τὴν Ἀμέρικα, γιὰ τοὺς Πόλους, γιὰ τοὺς πάγους ποῦ κατεβαίνουν ὥς τ’ ἀκρογιάλια τῆς Ἀγγλίας καὶ τὰ ρέματα ποῦ ἔρχονται ἀπὸ τὸ Μεξικὸ στὴ Νορβηγία κι ἔχουν τὸ νερὸ ζεστὸ καὶ φέρνουν βανάνες, καφέδες, τῶν τροπικῶν καρπούς, στὰ παγωμένα κλίματα. Ὄνειρο εἶχε νὰ κλείσῃ στὸ κεφάλι του ὅλη τὴν Ὑδρόγειο.

Καὶ ὅμως—θὰ τὸ πιστέψετε;—αὐτὸς ὁ θαλασσομάχος ἕνα καλὸ δὲν εἶδε ἀπὸ τὴ θάλασσα. Δέκα χρόνια καπετάνιος καὶ τρόμαξε τὸν ναυτόκοσμο μὲ τὰ ναυάγια. Ἕνα μπάρκο του μαδέρια τὸ σκόρπισε ἡ λεονάδα στὸν Καβοκόρσο. Ἕνα μπρίκι ποῦ εἶχε μισακὸ μὲ τὸ Δήμαρχο, τὸ δάγκωσαν οἱ πέτρες στὸ Βονιφάτσιο. Τοῦ πεθεροῦ του μιὰ γολέτα τὴν ἔφαγε ὁ ἄμμος τοῦ Ἀλαφονησιοῦ. Μὲ κανένα ξύλο δὲ μπόρεσε νὰ τελειώσῃ ταξίδι. Ἂν γλύτωνε στὸ πρῶτο, τὴν πάθαινε στὸ δεύτερο. Ἂν γλύτωνε καὶ στὸ δεύτερο, στὸ τρίτο ἤτανε ξοφλημένος. Κατάντησε οὔτε τ’ ὄνομά του νὰ μὴ θέλουν ν’ ἀκούσουν οἱ ναυτικοί. Κανεὶς καραβοκύρης δὲν τοῦ ἔδινε καράβι νὰ κυβερνήσῃ· κανεὶς ναύτης δὲν τοῦ μπιστευότανε τὴ ζωή του. Ἀκόμη καὶ γιὰ ἐπιβάτη δὲν τὸν ἤθελαν. Ἔλεγες καπετὰν Δρακόσπιλο κι’ ἀνατρίχιαζε ὅλο τὸ Γαλαξίδι, σὰν νὰ πλάκωνε ὁ Παπακώστας μὲ τοὺς ἀντάρτες του. Οἱ καπετᾶνοι ποῦ θὰ ταξίδευαν φρόντιζαν νὰ μὴ τὸν ἀπαντήσουν στὸ δρόμο τους. Τὸ εἶχαν κακοσημαδιά.

Ἐκεῖνος τὰ ἔβλεπε κι’ ἀναστέναζε κατάκαρδα. Δὲν