Σελίδα:Λόγια της πλώρης (1924).djvu/137

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
Θεῖον ὄραμα135

ἀπὸ τὰ τέκνα τῶν ἀνθρώπων, συγχωρεῖ τὴν ἄρνηση καὶ τὴν προδοσία, διαβαίνει πρᾶος μέσα ἀπὸ τὶς κοροϊδίες καὶ τὰ φτυσήματα, πίνει τὸ ξίδι καὶ τὴ χολή, φορεῖ τὸ ἀγκαθερὸ στεφάνι, τὴν περιφρονητικὴ χλαμύδα, κρατεῖ τὸ καλαμένιο σκῆπτρο καὶ ἀνεβαίνει στὸ μαρτύριο.

— Γυναῖκα, νὰ ὁ γιός σου· λέει τὴν τελευταία στιγμή.

Καὶ ἀποχαιρετᾶ μ’ ἕνα βλέμμα μελαγχολικό, τὴ μάννα ποῦ τὸν γέννησε, τοὺς φίλους ποῦ τὸν πίστεψαν, τὸ λαὸ ποῦ τὸν τυράνησε· τὴ Γῆ ποῦ εἶδε τὶς πίκρες του καὶ τὸν Οὐρανὸ ποῦ θὰ δεχόταν τὸ Σῶμά του.

Ἡ μάννα ἦταν ἐκεῖ καὶ τὰ ἔβλεπε ὅλα. Ἤθελε νὰ φωνάξῃ, νὰ τρέξῃ γιὰ νὰ τὸν σώσῃ ἀπὸ τὰ χέρια τῶν κακούργων· ἀλλὰ δὲ μποροῦσε νὰ βγάλῃ φωνή. Τὸ σῶμα δὲν ἀκολουθοῦσε τοὺς πόθους τῆς ψυχῆς. Μὰ ὅταν εἶδε ἕνα στρατιώτῃ ἀγριοπρόσωπο, ἕτοιμο νὰ λογχίσῃ τὰ πλευρά του.

— Μή!… ἐφώναξε μὲ ὅλη της τὴ δύναμη.

Καὶ μὲ τὸ μή! ξύπνησε. Δὲν εἶδε ὁλόγυρά της τίποτα ἀπὸ τὸ φριχτὸ ὅραμα. Τὸ βρέφος κοιμότανε ἀκόμη πλάγι της, μέσα στὴ φάτνη, ἀπάνω στὸ ἄχυρο. Μὰ δὲ βασίλευε ἡ σιγὴ καὶ τὸ σκοτάδι, ὅπως πρίν. Ἀγγελικὴ ἁρμονία κατέβαινε ἀπὸ ψηλὰ καὶ λαμπρομέτωπο ἀστέρι ἔχυνε θάλασσα τὸ φῶς του στὴ σπηλιά. Καὶ μπρὸς στὰ πόδια της, οἱ Μάγοι γονατιστοὶ μὲ τὰ δῶρά τους, τὴ σμύρνα καὶ τὸ μόσχο καὶ τὸ λιβάνι, ὠνόμαζαν τὸ γιό της Βασιλέα καὶ Θεό.

Ἐκείνη τὴν ὥρα φάνηκε στὴν ἐμπατὴ χλωμὸς ὁ Ἰωσήφ.