Σελίδα:Λόγια της πλώρης (1924).djvu/121

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
Ἡ καπετάνισσα119

μας καὶ μὲ τὸ φτερούγισμα, μὲ τὸν κελαηδισμό του, ἅπλωσε βάλσαμο στὶς τυραννισμένες ψυχὲς, ἀνάδωσε τὴ χαρά, πλανεύτρα τὴν ἐλπίδα, τὸν πόνο καὶ τὸ μόχθο ἄβλαβα καὶ ποθητά. Ἔφευγε ἡ μαρτιάτικη μέρα γοργὴ σὰν διάνεμα. Ἐρχόταν ἡ αὐγὴ καὶ λέγαμε: ποτὲ νὰ μὴ νυχτώσῃ! Νύχτωνε καὶ λέγαμε: πότε θὰ ξημερώσῃ; Τὴν ἡμέρα ὅλοι μαζί· χαρά, τραγοῦδι, γέλια. Τὴ νύκτα μοναχὸς καθένας, συλλογισμένος, μισάνθρωπος! Ἕνας τ’ ἀλλουνοῦ ἀπόφευγε τὸ συναπάντημα, παραξηγοῦσε τὸ βλέμμα, μὲ τὸν παραμικρὸ λόγο ἅπλωνε τὸ χέρι στὸ λάζο, σὰ νὰ τὸν εἶχε ἀντίδικο. Κάθε χαραυγὴ τὸ μάτι ἀνυπόμονο γύριζε στοῦ καπετάνιου τὴν κάμαρη, λὲς κ’ ἦταν σημάδι τ’ οὐρανοῦ νὰ δείξῃ τὸν καιρὸ τῆς ἡμέρας. Καὶ ὅταν τέλος χάραζε στὸ κεφαλόσκαλο τὸ κόκκινο μεσοφόρι κι’ ἔχνυε στὸ κατάστρωμα τοῦ κρεβατιοῦ τὴ ζεστασά, τοῦ θηλυκοῦ τὸ μόσκο καὶ τῆς νυχτιᾶς τὰ μυστικά, ἀλοὶ στοὺς ταύρους καὶ τὰ κόκκινα μεσοφόρια!

Ἄξαφνα ὁ οὐρανὸς συγνέφιασε. Ὄχι ὁ οὐρανὸς ψηλά, ὁ πλατύχωρος θόλος. Ἐκεῖνος ξακολουθοῦσε ὁλογογάλαζος καὶ ἡλιολουσμένος τὴν ἡμέρα, τὴ νύχτα κοσμοστόλιστος νὰ σκεπάζῃ τὸ τρυφερὸ θάμα, ποῦ ἔπεσε στὴ γολέτα μας. Ἐρωτεμένος, λές, ἦταν καὶ κεῖνος μαζί του κ’ ἔβλεπε κι’ ἀναγκάλλιαζε. Ἄλλος οὐρανὸς συγνέφιασε· τὸ μέτωπο τοῦ καπετὰν Παλούμπα. Ἡ καλογνωμιὰ τῆς Λενιῶς δὲν τοῦ ἄρεσε. Τὴν ἤθελε τὴ γυναῖκά του μὰ τὴν ἤθελε δική του. Οὔτε ἀπὸ τὸν ἀέρα της δὲ χάριζε κουρέλι στοὺς ἄλλους. Στὴν ἀρχὴ ἔκαμε παράπονα· ἔπειτα τὴν περιώρισε.