Σελίδα:Λόγια της πλώρης (1924).djvu/110

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
108Λόγια τῆς πλώρης

τὴ στενοχώρια τοῦ Γιαννιοῦ καὶ μάντεψε ὅλα:

— Σώπα ρὲ σύ· εἶπε στὸν Κώστα μὲ αὐστηρὴ φωνή. Ἄσε τὸ Γιαννιὸ νὰ μᾶς πῇ τίποτα.

— Ναί, ἔλα Γιαννιέ, πές μας! εἶπαν παρακαλεστικὰ κι’ οἱ ἄλλοι ναῦτες.

— Ἐγὼ νὰ σᾶς πῶ, ναί· ἄρχισε ἀμέσως ἐκεῖνος ξαναβρίσκοντας τὴν εὐθυμία του· κι’ ἂν δὲ σᾶς λέω ἀλήθεια νὰ τὸν ἔχω ἀντίδικο. Τὶς φουρτοῦνες τοῦ Καβομαλιᾶ δὲν τὶς κάνουν ἀνέμοι· τὶς κάνουν τὰ στοιχειά.

— Τὰ στοιχειά! μωρὲ λόγο ποῦ μᾶς εἶπες! φώναξε ἀναμπαιχτικὰ ὁ θερμαστής. Κι’ οἱ ἀνέμοι τάχα δὲν εἶνε στοιχειά; Ὁ Βοριᾶς δὲν εἶνε στοιχειὸ ποῦ καταλεῖ πέντε στὸ φαγὶ καὶ δέκα στὴν καθησιά του, καὶ ἂν δὲ γεράσῃ δὲν ταξειδεύεται! Ἡ Νοτιὰ δὲν εἶνε σὰν πουτάνα, ποῦ ὅσο γεράζει τόσο καὶ ξετσιπώνεται! Ὁ Σορόκος, ὁ Γαρμπῆς, ὁ Γρέγος, ὁ Πουνέντες τί ἄλλο εἶνε παρὰ στοιχειά, ποῦ ἀναταράζουν τὴ θάλασσα καὶ καταντοῦν σανίδια τὰ καμαρωτὰ πλεούμενα; Μωρὲ λόγο ποῦ μᾶς τὸν εἶπε κι’ ὁ Γιαννιός!

Ἐκεῖνος γύρισε καὶ τὸν εἶδε μὲ βλέμμα παθιασμένο κι’ ἀδύνατο.

— Μὰ τί πειραχτήριο εἶσαι σύ, δὲ μοῦ λές; τοῦ εἶπε μὲ παράπονο. Ποιὸς διάολος σ’ ἔφερε ἐδῶ μέσα γιὰ τὶς ἀμαρτίες μου; Ἄσε ν’ ἀκούσῃς πρῶτα, μωρὲ παλιόγυφτα! Τὰ στοιχειὰ τοῦ Καβομαλιᾶ εἶνε ξωτικά. Ὅποιον ρωτήσῃς στὸ Βάτικα τὴν ἴδια ἱστορία θὰ σοῦ εἰπῇ. Εἶνε χρόνια τόρα· πάππου πρὸς πάππου! Εἶδες, ὅταν φτάνουμε ἀνάμεσα Τσιρίγου κι’ Ἀλαφονησιοῦ, ποῦ φαίνονται κρεμασμένα στὸ βουνὸ τέσσερα-πέντε