Σελίδα:Λόγια της πλώρης (1924).djvu/109

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
Καβομαλιᾶς107

νικά. Κι’ ἤθελε μόνον νὰ τὸν ἀκούῃ τὸ πλήρωμα.

Οἱ ναῦτες τὸν ἤξεραν καὶ διασκέδαζαν μὲ τὶς ἀδυναμίες του. Πότε τὸν ἔδιωχναν τάχα ἀπὸ κοντά τους, πότε στὴν ὥρα ποῦ διηγόταν, ἄρχιζαν ὅλοι ὁμόφωνοι τὸ βῆχα· πότε ἔπιαναν φιλονικία καὶ τὸν ἐσύγχιζαν καὶ κάποτε ἔφευγεν ἕνας-ἕνας καὶ τὸν ἄφιναν ὁλομόναχο νὰ λέῃ καὶ ν’ ἀκούῃ. Ὁ Γιαννιὸς φουρκιζόταν κι’ ἔβανε ὅρκο στὴς μάννας του τὰ κόκκαλα, στὴ θάλασσα ποῦ ἀρμενίζει, νὰ μή διηγηθῇ πλιὰ τίποτα. Ὄχι μόνον νὰ μὴ τοὺς διηγηθῇ, ἀλλ’ οὔτε καὶ νὰ τοὺς μιλήσῃ· οὔτε νὰ τοὺς κάμῃ συντροφιὰ ποτέ! Κι’ ἦταν βέβαιος πῶς ἅμα χάσουν τὴ συντροφιά του, τὰ διηγήματά του μάλιστα ἅμα στερηθοῦν, πάει, θὰ σκάσουν ἀπὸ τὸ κακό τους. Δὲν ἦταν καταλαχάρης ἄνθρωπος ὁ Γιαννιὸς οὔτε ἔλεγε λόγια τοῦ ἀνέμου!…

Μπορεῖ αὐτή του ἡ πεποίθηση νὰ μὴν ἦταν καὶ καθόλου ἄδικη. Γιατί τὸ πλήρωμα, μόλις τὸν ἔφερνε σὲ κείνη τὴ θέση, ἔπεφτε πάλι καὶ τὸν προσκαλοῦσε κοντά του καὶ τὸν παρακαλοῦσε νὰ ξαναρχίσῃ, δίνοντάς του ὑπόσχεση πῶς θά τὸν ἀκούσῃ μὲ προσοχή. Κι’ ὁ Γιαννιὸς ἀσυνέριστος, ξέχανε τοὺς ὅρκους καὶ ἄρχιζε τὴ διήγηση δίχως χρονοτριβή. Συνήθιζε ὅμως πρῶτα μὲ λόγια μισοκομμένα νὰ συσταίνῃ στοὺς ἀκροατές του ἐκεῖνο ποῦ θὰ διηγηθῇ. Τόρα μὲ τὶς πρῶτες φωνὲς τοῦ θερμαστὴ καὶ τὸν κρύο τρόπο τῶν ἄλλων, ὁ Γιαννιὸς ἔχασε τὸ θάρρος του. Οἱ συμφωνίες ἄργησαν νὰ ἔρθουν κι’ αὐτὸ τὸν ἀπέλπιζε. Μὰ ξαφνικὰ πλησίασε ὁ Μπαρμπαγιώργης ὁ ναύκληρος, εἶδε τὴν ψεύτικη κατσούφια ποῦ ἔδειχναν οἱ ναῦτες,