Σελίδα:Λόγια της πλώρης (1924).djvu/108

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
106Λόγια τῆς πλώρης

τάχα κι’ ἄρχισε νὰ ψιθυρίζῃ κάτι στ’ ἀφτὶ τοῦ συντρόφου του μὲ ἀγανάχτηση, σὰ νὰ τοῦ ἔλεγε: «δὲν ὑποφέρεται, βρὲ ἀδερφέ! δὲν ὑποφέρεται!…» Ὁ Χούρχουλας πῆρε τὸ πρᾶμα στὰ σοβαρά, κοίταξε τοὺς ἄλλους, ἠθέλησε νὰ χαμογελάσῃ καὶ μὴ βρίσκοντας θαρρετὴ ἀπάντηση ἀναψοκοκκίνησε σὰν παπαροῦνα.

— Γιατί, ρὲ παιδί; τόλμησε μόλις νὰ ρωτήσῃ τὸ θερμαστή.

Ὁ Γιανιὸς ὁ Χούρχουλας εἶχε τὴ μανία νὰ διηγῆται. Μόλις παρουσιαζόταν ἡ παραμικρὴ εὐκαιρία νὰ καθήση τὸ πλήρωμα, ἕτοιμος ν’ ἀρχίσῃ τὴ διήγηση. Ποιὰ διήγηση; Ὁποιαδήποτε. Δὲν τὸν ἔμελλε οὔτε γιὰ τὴν ὑπόθεση οὔτε γιὰ τὸ μάκρος της. Οὔτε ἂν ἦταν ἀστεῖα οὔτε ἂν ἦταν τραγική. Οὔτε ἂν ἔβγαινε ἀπὸ τὰ ξάστερα νερὰ τῆς ἀλήθειας ἢ ἀπὸ τὴν ἐλεφαντένια πύλη τῶν ὀνείρων καὶ τὸ χρυσόθρονο αἴσθημα. Οὔτε κι’ ἂν ἦταν τῆς ὥρας φρόντιζε. Εἶχε πεποίθηση στὸν ἑαυτό του κ’ εἶχε τὴ δύναμη νὰ βαμπακοστρώνῃ τὸ δρόμο καὶ νὰ σέρνῃ σιγὰ κι’ ἀνάλαφρα τὰ πιὸ περασμένα στὰ τορινά, ἢ καὶ νὰ μεταφέρνῃ τοὺς ἀκροατές του στὶς μουχλιασμένες θῆκες τῶν περασμένων. Κι’ εἶχε τὴν τέχνη ἀπάνω στὴν ἀλήθεια ν’ ἀπλώνῃ τὴ μεταξωτὴ σκέπη τοῦ ὄνειρου καὶ κάτω ἀπὸ τ’ ὄνειρο νὰ θεμελιώνῃ τὴν ὕλη τὴν ἀληθινή, τεχνίτης θαυμαστός, ὅπως ὁ μέγας ἥλιος, ποῦ σύγκαιρα ἰδανικεύει τὸ πέτρινο βουνὸ καὶ τὸ ἀνεμόπλεχτο σύννεφο. Κι’ ἔβρισκε πάντα τὸν τρόπο, κατὰ τὴν περίσταση, νὰ μακραίνῃ ἢ νὰ πλαταίνῃ τὴν ὑπόθεσή του, χωρὶς ποτὲ νὰ τὴν ἀφίνῃ τέρας τῶν ἄλλων καὶ σύχαμα. Ὅλα τὰ ἤθελε ἰσόμετρα, ξάστερα καὶ ἁρμο-