Σελίδα:Λόγια της πλώρης (1924).djvu/107

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
ΚΑΒΟΜΑΛΙΑΣ


ΤΙ Βοριᾶς καὶ Θρακιᾶς μοῦ λέτε μένα!… τί Βοριᾶς καὶ Θρακιᾶς!… εἶπε ὁ Χούρχουλας κινῶντας σοβαρά τὸ κεφάλι. Ἄκου ποῦ σᾶς λέω. Τὶς φουρτοῦνες τοῦ Καβομαλιᾶ δὲν τὶς κάνουν ἀνέμοι.

— Ἀμ ποιοὶ τὶς κάνουν;

— Ποιοὶ τὶς κάνουν; Ἐγὼ νὰ σᾶς πῶ. Ὄχι, σοῦ λέει, εἶνε χοντρὸς κάβος καὶ χύνει τὸ βουνὸ ἀέρα κ’ ἔρχεται ὁ Θρακιᾶς ἀπὸ πάνω καὶ βγάζουν ἀψάδα οἱ Βελανιδιώτισσες; Κολοκύθια! Μωρὲ τὶς φουρτοῦνες τοῦ Καβομαλιᾶ δὲν τὶς κάνουν ἀνέμοι!…

— Μὰ ποιοὶ τὶς κάνουν, διάολε; πές μας τὸ λοιπόν! φώναξε ἀνυπόμονα ὁ Ἀλέξης ὁ Σκιαθίτης, πάντα ἀράθυμος.

— Τὶς φουρτοῦνες τοῦ Καβομαλιᾶ; Ἐγὼ νὰ σᾶς πῶ· ἐγὼ τὸ ξέρω… Τὶς φουρτοῦνες τοῦ Καβομαλιᾶ δὲν τὶς κάνουν ἀνέμοι· ἐγὼ νὰ σᾶς πῶ…

— Ὄχι· νὰ μὴ μᾶς πῇς! τὸν ἔκοψε ξαφνικὰ ὁ Κώστας ὁ θερμαστής. Διάολε! κοντεύεις νὰ μᾶς βγάλῃς τὴν ψυχὴ μὲ τὸν Καβομαλιᾶ σου; Γιὰ κάβο τάχα θὰ τὸν περάσῃς κι’ αὐτόν, ποῦ τὸν κατάντησαν πουτάνα οἱ ψαρόβαρκες… Δὲ θέλουμε νὰ μᾶς πῇς τίποτα!

Καὶ γύρισε ἀλλοῦ τὸ πρόσωπο, δυσαρεστημένος